ΒΑΡΝΑΒΙΔΗΣ ΣΑΒΒΑΣ

SavvasVarnavides

Ο Σάββας Bαρναβίδης γεννήθηκε το 1962 στη Λευκωσία. Σπούδασε μηχανολογία και λογοτεχνία στα πανεπιστήμια S.U.N.Y. Stonybrook και N.Y.I.T. στη Νέα Υόρκη. Στη συνέχεια παρακολούθησε φιλοσοφία με τους καθηγητές Reiner Schürmann και Agnes Heller στο New School for Social Research (Graduate Faculty) στη Νέα Υόρκη. Σήμερα διευθύνει το ξενοδοχείο Library Hotel & Wellness Retreat στο χωριό Καλαβασός.

Ασχολείται με την ποίηση, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Είναι ενεργό μέλος των Φίλων της Κυπριακής Βιβλιοθήκης και του Ομίλου Λογοτεχνίας και Κριτικής.

Εκδόσεις του ιδίου:

Πρώτη απόπειρα, διηγήματα (1982)

Η υπόθεση της οικίας της Μίμησης, πεζό (1991)

Νέκυια ‒ Μύθοι εξ Άδου, πεζό (1994)

Περί Αγγέλων, πεζό (2004)

Καιρός – τετραλογία της Χόρτενης, ποιήματα (2005)

Ετεροτοπία, ποιήματα (2011)

Δείγματα Γραφής:

Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ-COVER (2)

Αποσπάσματα από τη συλλογή αφηγημάτων Η εμπειρία της αλήθειας

Οι Άναρχες ιστορίες πραγματεύονται την κατάσταση του ανθρώπινου ήθους, το οποίο αναμετριέται και δοκιμάζεται καθημερινά με τον τρόμο και τη δυστυχία που παράγει η πρωτοφανής οικονομική κρίση. Οι νόμοι του οίκου μας είναι σε πόλεμο αναμεταξύ τους. Οι πολίτες μετατρέπονται σε αναλώσιμους καταναλωτές και οικονομικούς πρόσφυγες στον ίδιό τους τον τόπο.

Η γιγαντομαχία των αγορών δεν γίνεται περί ευτυχίας των πολιτών, αλλά περί περιουσίας και φαντασιακού κέρδους προς όφελος «ευεργετών επενδυτών», τραπεζιτών, επαγγελματιών πολιτικών, τυράννων και οπλοβιομηχάνων.

Στο μεταξύ οι παγετώνες λιώνουν, οι θερμοκρασίες αυξάνονται, φωτιές μαίνονται, ηφαίστεια εκρήγνυνται. Ο ουρανός είναι θολός από τον κονιορτό που ξεσηκώνουν τα πεδία των μαχών από Ανατολή ώς Δύση. Άνθρωποι πνίγονται στα πελάγη και μέσα στα σπίτια τους. Η θάλασσα ξεβγάζει ψόφια ψάρια στις ακτές, οι όρνιθες συναχώνονται, οι αίγες παθαίνουν τρομώδη νόσο και οι μέλισσες δεν κάμνουν πλέον μέλι.

Βρισκόμαστε στο σημείο χωρίς επιστροφή. Μετανοήσουμε δεν μετανοήσουμε, δεν κάμνει καμία διαφορά από εδώ και μπρος, γι’ αυτό ανάψετε το κλιματιστικό, αν έχετε ρεύμα σπίτι σας, αν ακόμα έχετε το σπίτι, και αρχίστε το διάβασμα. Σύντομα θα διαπιστώσετε ότι η ψυχρή αλήθεια που διατρέχει τις Άναρχες ιστορίες θα σας ανακουφίσει κάπως από την πυρά της κόλασης.

Ποιος ξέρει, ίσως να έχει και η κόλαση την «πλάκα» της. Ο μακαρίτης ο Νίτσε έγραψε στα τελευταία ημερολόγια της τρέλας του: «κάθε αρρώστια μπορεί να αποτελέσει μεγάλο διεγερτικό για ζωή. Χρειάζεται όμως να είναι κάποιος αρκετά υγιής για την αρρώστια του». Γνώριζε πολύ καλά ο φιλητός Φρειδερίκος, πως η κρίση δεν έχει Μίαν μόνον Αρχήν, ούτε Ένα μόνον Τέλος. Γνώριζε επίσης ότι: «Το να αντιλαμβάνεται ένας τη Ζωή σαν βάσανο αυτό είναι το τραγικό».

Το άλλο πρωί, πίνοντας καφέ στη βεράντα, παρακολουθούσα τον Γιώρκο την ώρα που έριχνε την τσίγκινη πόρτα της μάντρας στο χώμα. Χειρονομώντας προσπαθούσε να βγάλει τις αίγες έξω. Τις άφηνε ελεύθερες στο έλεος του Θεού που τις έστειλε. Ήρθε η ώρα να αναλάβει ο Θεός τις ευθύνες που του αναλογούσαν· ο ίδιος έκανε ό,τι μπορούσε για τις αίγες, τώρα μόνο ο Θεός μπορούσε να τις βοηθήσει. Με την ίδια εκείνη χειρονομία ελευθέρωσε ταυτόχρονα τις αίγες και τον εαυτό του από την ευθύνη τους.

Όταν εδειλίνωσε περπάτησα μέχρι τη μάντρα του Γιώρκου για να δω τι απέγιναν οι αίγες. Έκπληκτος διαπίστωσα πως και οι δώδεκα αίγες, παρ’ όλον ότι η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη, ήταν ακόμα στο μαντρί τους. Μόλις με είδαν να πλησιάζω άρχισαν να χοροπηδούν πάνω στην τσίγκινη στεγασιά όπου είχαν αναρριχηθεί. Τα κουδούνια που φορούσαν στον λαιμό τους κουδούνιζαν. Τα κουδουνίσματα και τα χοροπηδήματα έκαναν μια χαρούμενη μεταλλική συμφωνία.

Τη χρονιά που ο Γιώρκος έγινε ογδόντα, πέθανε στο νοσοκομείο «Αροδαφνούσα» στη Λευκωσία. Τον θάψαμε στο κοιμητήριο της γειτονικής Λυσού. Στις σαράντα του επισκέφθηκα τον τάφο του για να κρεμάσω ένα κουδούνι από τις αίγες του, πάνω στον ξύλινο σταυρό χωρίς όνομα που ήταν φυτεμένος στο χώμα. Εκεί συνάντησα τη Λαουρού. Την ρώτησα αν ήθελε να κάνουμε μαρμάρινο μνήμα, πάνω στο οποίο να χαραχτεί το όνομα του Γιώρκου, καθώς και ο τόπος καταγωγής του.

Η Λαουρού απάντησε με ένα εμφατικό «όχι» και πρόσθεσε: «Δεν είναι ανάγκη να σπάζω μάρμαρα για να πάρω τον θκειόν σου τον Γιώρκο σπίτι μας, στην Γιαλούσα». Δεν είχα κάτι να της πω. Θυμήθηκα τις αίγες του Γιώρκου. Αν και εκείνος τις ελευθέρωσε, εκείνες ποτέ δεν άφησαν το μαντρί τους, απλά μετακόμισαν πάνω στην στεγασιά κάτω από τον ουρανό. 

Άκουσα στον αέρα που περνούσε μέσα από τα κυπαρίσσια του νεκροταφείου τη φωνή του Γιώρκου να ψιθυρίζει, «Αρώτας με αν η μούττη του Ακάμα είναι η αρχή της Κύπρου ή το τέλος. Λοιπόν λαλώ σου πως όταν πηγαίνεις είναι η αρχή, όταν φεύγεις είναι το τέλος».

Χωρίς να το καταλάβω έζησα είκοσι χρόνια ευδαιμονίας στην Πελαθούσα. Μπορεί να μην παράγει λωτούς η Πελαθούσα, όμως τα σύκα της έχουν τις ίδιες μαγικές ιδιότητες με τους λωτούς που έφαγε ο Οδυσσέας. Η παλιά μου ζωή, η αρρώστια, μέχρι και ο παλιός μου εαυτός ήταν όλα ξεχασμένα.

Κολυμπώντας στη θάλασσα πρωί και δείλι, αναζωογονήθηκα πλήρως. Τα νερά της θάλασσας στον Ασπρόκρεμμο είναι σαν τα καθαγιασμένα νερά της κολυμβήθρας του Σιλοάμ. Προκαλούν ευεξία σώματος και πνεύματος. Ζω σε πελάγη ουτοπίας, κολυμπώ με την συντροφιά των χελώνων καρέτα-καρέτα μέσα στη γαλήνια ησυχία του γαλάζιου βυθού.

Η θάλασσα του Ακάμα επιφυλάσσει όμως και δυσάρεστες εκπλήξεις στον ανυποψίαστο κολυμβητή, όπως πρόσκρουση πάνω στο πτώμα κάποιου άτυχου Σύρου πρόσφυγα που πέταξε στη θάλασσα ο Τούρκος διακινητής του. Πάρα ταύτα συστήνω σε όλους τους φίλους με σκλήρυνση κατά πλάκας το κολύμπι στη θάλασσα του Ακάμα. 

Στο τέλος δεν είναι η ιατρική επιστήμη που θεραπεύει τις ασθένειες που πλήττουν εμάς τους ανθρώπους, αλλά η φιλία που τρέφουμε ο ένας για τον άλλον. Η φιλία είναι το ελιξίριο της ζωής. Σαν εκείνο το «Έρωτα ανίκητε στη μάχη» του Σοφοκλή. Σαν άλλη Αντιγόνη, η Λάουρα ήταν σίγουρη πως θα επέστρεφε στη Γιαλούσα παρέα με τον Γιώρκο της. Δεν αμφέβαλλε ποτέ πως η αγάπη τους νίκησε τον Άδη.

Όταν είδα για πρώτη φορά πάνω στη βεράντα του σπιτιού μου έναν κυνηγετικό σκύλο, δεν πέρασε από τον νου μου ότι ο σκύλος εκείνος ήταν μια μεταμόρφωση του Διογένη του Σκύλου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά από τη στιγμή που συναντηθήκαμε τον φώναζα με το όνομα Διογένης, ίσως επειδή ήταν ελεύθερος, χωρίς ιδιότητα ή επειδή υπάκουε μόνο στη δική του αρχή. Εκτιμώντας το ελεύθερό του πνεύμα, τον συμπάθησα. Γέμισα μια κατσαρόλα με φρέσκο νερό, του περιποιήθηκα τις πληγές που είχε στο κεφάλι και στο σώμα του και του πρόσφερα ένα γεύμα μορταντέλας που είχα στο ψυγείο. Ο Διογένης ικανοποιημένος έφυγε από το σπίτι για να επιστρέψει αργά. Το άλλο πρωί βγαίνοντας από την πόρτα, σκόνταψα πάνω σε μια βρεφική αμαξού με τρεις μόνο ρόδες, της έλειπε ο πίσω δεξιός τροχός. Δίπλα της σε στάση λέοντα Βενετίας ήταν ο Διογένης να με κοιτάζει στα μάτια με νόημα.

Εγώ είδα στα μάτια του ευγνωμοσύνη, αλλά δεν είχα καταλάβει εκείνη τη στιγμή πως η παλιά αμαξού ήταν η αρχή ενός παιχνιδιού που ήθελε να παίξουμε οι δυο μας.

Σύντομα αντιλήφθηκα ότι ο Διογένης δεν κυνηγούσε θηράματα, άλλα περισυνέλεγε από γειτονική παράνομη χωματερή κάθε λογής σκουπίδια τα οποία εναπόθετε πάνω στη βεράντα μου σαν τρόπαια. Έναν μήνα αργότερα, όχι μόνο η βεράντα μου, αλλά και ολόκληρη η μπροστινή μου αυλή είχε μετατραπεί σε μάντρα ρακοσυλλέκτη. Ακόμα και τότε δεν είχα κατανοήσει τους κανόνες αυτού του παιχνιδιού.

Η αποκάλυψη έγινε τη μέρα που παρουσιάστηκε στην πόρτα μου ένας δημοτικός υγειονομικός υπάλληλος. Όταν άνοιξα την πόρτα, διαισθάνθηκα ότι ήταν εκνευρισμένος και υπέθεσα ότι ο εκνευρισμός οφειλόταν στην επίπονη πάλη με τα σκουπίδια που κάλυπταν τον διάδρομο. Για να φτάσει ώς την πόρτα της εισόδου, έπρεπε να κλοτσά τα σκουπίδια για να ανοίγει τον δρόμο.

Ο υγειονομικός υπάλληλος μού επέδωσε προειδοποιητικό γράμμα με παράπονα γειτόνων για τρωκτικά και φίδια που εισβάλλουν στα σπίτια τους. Οι παραπονούμενοι ισχυρίζονταν πως η εστία εκτροφής των επικίνδυνων τρωκτικών ήταν η πυραμίδα από σκουπίδια στην αυλή μου. Η Δημοτική Αρχή μού έδωσε προθεσμία εξήντα ημερών για να διαχειριστώ, με νόμιμο τρόπο, το βουνό από παλαιά αντικείμενα το οποίο απειλούσε τη δημόσια υγεία. Εγώ τον διαβεβαίωσα ότι πρόθεσή μου ήταν να συμμορφωθώ με όλες τις απαιτήσεις του Δήμου και των συμπολιτών μου.

Με το που έφυγε ο Δημοτικός υπάλληλος, είδα ξεκάθαρα το σχέδιο που είχε για μένα ο Διογένης. Ήθελε να με κάνει έναν καλλιτέχνη της Άρτε Πόβερα. Να εξελιχθώ σε μεγάλο δημιουργό σαν τον Κουνέλλη, τον πατέρα της Τέχνης της Φτώχειας.