ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ

Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε στη Λευκωσία. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και κάτοχος μεταπτυχιακού στην ιστορία της Μέσης Ανατολής από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Εργάζεται ως λειτουργός τύπου στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Το μυθιστόρημά της «Η Αϊσέ πάει διακοπές» (Πατάκης 2015) βραβεύτηκε με το Athens Prize for Literature, και ήταν στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων Κύπρου και Ελλάδας στη βραχεία λίστα στην κατηγορία των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων των βραβείων του περιοδικού «Ο Αναγνώστης» και του περιοδικού «Κλεψύδρα».

Το μυθιστόρημά της «Φωνές από Χώμα» (Πατάκης 2019) ήταν στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων Κύπρου και Ελλάδας.

Το μυθιστόρημα της «Πικρία Χώρα» ήταν στην βραχεία λίστα του περιοδικού «Ο Αναγνώστης» στην κατηγορία Νουβέλα, στην βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων Ελλάδας  και  βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Κύπρου στην κατηγορία Διήγημα/Νουβέλα.

Αναδείχθηκε νικήτρια του λογοτεχνικού Βραβείου της Κοινοπολιτείας 2019 της περιφέρειας Ευρώπης και Καναδά, αλλά και παγκόσμια νικήτρια του διαγωνισμού για το διήγημά της «Έθιμα θανάτου» που αποτελεί μέρος της «Πικρίας χώρας».

Η «Πικρία Χώρα» ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Βραβείο λογοτεχνίας 2021.

Έχει συμμετέχει σε ανθολογίες διηγημάτων ενώ έχει δημοσιεύσει διηγήματα και κριτικές βιβλίων σε λογοτεχνικά περιοδικά στην Κύπρο και στην Ελλάδα.

Συμμετείχε σε λογοτεχνικά φεστιβάλ στην Κύπρο και στο εξωτερικό.

Έχει γράψει θεατρικά έργα για ανεξάρτητες σκηνές και τον θεατρικό Οργανισμό Κύπρου.

Είναι ιδρυτικό μέλος της λογοτεχνικής ομάδας «Διαβάσεις» που στόχο έχει την προώθηση της Κυπριακής λογοτεχνίας στην Κύπρο και το εξωτερικό.

Το μυθιστόρημα της “Brandy Sour”  κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2022 από τις εκδόσεις Πατάκη.

Εργογραφία:

Η Αϊσέ πάει διακοπές- Πατάκης 2015

Φωνές από Χώμα -Πατάκης 2017

Πικρία Χώρα – Πατάκης 2017

Brandy Sour- Πατάκης 2022

Σπασμένα (θεατρικό- ΕΘΑΛ)- 2015

Τζεμαλιγιέ (θεατρικό-Σόλο για τρεις)-2016

Η Αϊσέ πάει διακοπές (θεατρικό- 2017

Το κέλυφος (θεατρικό-ΘΟΚ)-2018

Πικρία Χώρα (θεατρικό- Σατιρικό) 2022

Σουμάδα / Ο κομπάρσος

 

Όπλο στα χέρια του πιάνει για πρώτη φορά το ʼ70 σε ταινία της Βουγιουκλάκη. Όταν έρχεται εκείνη στην Κύπρο να γυρίσει μια ταινία για τον δεύτερο τον πόλεμο τον παγκόσμιο με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Ψάχνουν κομπάρσους για την «Υπολοχαγό Νατάσσα», μια ταινία για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον παίρνουν στον ρόλο του στρατιώτη βήτα που θα πεθάνει κρατώντας σφικτά το όπλο του στα πρώτα λεπτά της ταινίας. Πρέπει να πηδήξει ψηλά από ένα λόφο και κάποιος να τον πυροβολήσει και να πεθάνει. Πολλά πολλά δεν έχει να κάνει με την Βουγιουκλάκη. Η δική του σκηνή είναι με τον Παπαμιχαήλ, που είναι άντρας βαρύς και ασήκωτος και δεν θέλει να έχει με τους κομπάρσους κουβέντες. Με την Βουγιουκλάκη φαίνεται να αγαπιούνται πολύ αν και συνέχεια μαλώνουνε, ο κομπάρσος τους ακούει να διαφωνούνε συνέχεια και να φωνάζουνε, πότε για την ταινία, πότε για τον τρόπο που παίζουνε, πότε για τον γιο τους και πότε για το πόσο είναι ζεστός ο καιρός. Γυρίζουν την ταινία στο Συριανοχώρι, στη Μόρφου, έναν τόπο που μοιάζει με έρημο, είναι ένα χωριό γεμάτο χώματα και άμμο και ζέστη και σκονισμένο βαρύ ουρανό. Η Βουγιουκλάκη λιώνει στο χωριό έρημος. Μια κυρία που τη λένε Αμπιγιέζ, την τρέχει από πίσω με την ομπρέλα συνέχεια να την γλιτώσει από τον ιδρώτα και τη ζέστη και το κακό. Η Βουγιουκλάκη είναι σπουδαία, τρέχει, κυλιέται στην άμμο, στη ζέστη και τα χώματα, κλαίει και οδύρεται αλλά θέλει τα υπέροχα ξανθά μαλλιά της να είναι πάντα ατάραχα και να φαίνεται όμορφη. Η κυρία Αμπιγιέζ υποφέρει. Ο Παπαμιχαήλ και η Βουγιουκλάκη μαλώνουν. Τη μέρα η ζέστη είναι αφόρητη, τα βράδια στο χωριό κάνει κρύο τσουχτερό. Φυσά ένας αέρας από τον κόλπο της Μόρφου που σε περονιάζει. Το συνεργείο μαζεύεται στο καφενείο του χωριού, πίνει κρασί και καπνίζει. Συζητά την ταινία. Την Κύπρο. Τον δεύτερο παγκόσμιο. Κουτσομπολεύει στα κρυφά την πρωταγωνίστρια. Που θέλει σε όλες τις σκηνές να είναι όμορφη, ακόμα κι όταν ο κόσμος σκοτώνεται. Ο κομπάρσος μένει παράταιρα, κοιτάζει το συνεργείο, κοιτάζει την Βουγιουκλάκη, κοιτάζει την κυρία Αμπιγιέζ, στέκει στην άκρη, είναι άλλωστε αναλώσιμος, στρατιώτης βήτα και θα πεθάνει κρατώντας το όπλο του στα πρώτα λεπτά της σκηνής. Ένα βράδυ που το κρύο σπάει τα κόκκαλα, η Αλίκη Βουγιουκλάκη γκρινιάζει. Κρυώνει, ζεστάθηκε, τα μαλλιά της χάλασαν κι έχει τσακωθεί και άγρια με τον Παπαμιχαήλ. Λέει πως θέλει να φύγουνε, πως το σιχάθηκε αυτό το χωριό και να τελειώνουνε και πως θέλει κάτι να γλυκάνει το είναι της. Και τότε έρχεται ο καφετζής να την κεράσει την άσπρη σουμάδα, σε ένα παλιό ραγισμένο φλυτζάνι. Σιρόπι σουμάδας φτιαγμένο από πικραμύγδαλο και ζάχαρη, αραιωμένο με καυτό νερό και γεμάτο αρώματα, στο καφενείο μια νύχτα κρύα που ο αέρας σού περονιάζει τα κόκκαλα. Να σε γλυκάνει, να σε λιγώσει, να σου μερέψει το είναι σου. Φυσά ένας αέρας από τον κόλπο της Μόρφου που σε κρυώνει, που μπορεί να σε πεθάνει. Η Βουγιουκλάκη ενθουσιάζεται, δεν έχει πιει ξανά σουμάδα και αποθαυμάζεται, ζητά από τον καφετζή να κεράσει σουμάδα σε όλους τους, αρχίζει τα χαμόγελα και τα νάζια και τα κανακέματα. Ο κόσμος φωτίζεται, οι άνθρωποι λύνονται, αρχίζουν να γελάνε και να ημερεύονται, μαζί και ο Παπαμιχαήλ. Ακόμα και ο κρύος αέρας έξω δείχνει σχεδόν να ημέρεψε, σιώπησε. Ο κομπάρσος ξαφνιάζεται, καταλαβαίνει γιατί όλοι λένε πως αυτή η γυναίκα έχει άστρο και λάμπει. Ή μήπως φταίει η σουμάδα; Σιρόπι σουμάδας φτιαγμένο από πικραμύγδαλο και ζάχαρη, αραιωμένο με καυτό νερό και γεμάτο αρώματα, στο καφενείο μια νύχτα κρύα που ο αέρας σου περονιάζει τα κόκκαλα. Να σε γλυκάνει, να σε λιγώσει, να σου μερέψει το είναι σου, να κάμει την πλάση να λάμψει μαργαριτάρι. Όταν τα γυρίσματα της ταινίας τελειώνουν στο χωριό και μεταφέρονται στο Μεγάλο Ξενοδοχείο, ο κομπάρσος παρακαλεί τον υπεύθυνο να τον πάρουν και πάλι στη δούλεψη της ταινίας, μπορεί να κάνει τα πάντα και χαίρεται που νιώθει να είναι ένα κομμάτι σε αυτό τον σκοπό. Το Μεγάλο Ξενοδοχείο γίνεται σκηνή στον πόλεμο, στα ψεύτικα αίματα, στις φωνές της προδοσίας, στον σκοτωμό. Εκείνος γίνεται ξανά κομπάρσος στον ψεύτικο κόσμο του θεάματος και πεθαίνει με ευχαρίστηση ξανά και ξανά. Στρατιώτης άλφα και βήτα και γάμα. Κομπάρσος. Όταν η ταινία τελειώνει, πηγαίνει με καμάρι στο σινεμά με τους φίλους του, ακόμα κι αν πολλές από τις σκηνές του στην τελική κοπιά κόβονται. Όταν περνά από το Μεγάλο Ξενοδοχείο, θυμάται με συγκίνηση τις σκηνές που έζησε και τα θαύματα. Όταν ξεσπάσει ο πόλεμος το 1974 και πηγαίνει να πολεμήσει τους Τούρκους ως έφεδρος, ανήκει στους 40 στρατιώτες που παίρνουν διαταγή να καταλάβουν το ξενοδοχείο και να το κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους μέχρι το τέλος. Λαμβάνει μέρος σε μια μάχη που χαρακτηρίζεται τρομερή και καθοριστική και σφοδρότατη, αφού η διαταγή τους είναι να το κρατήσουν πάση θυσία στα χέρια τους το ξενοδοχείο. Το Μεγάλο Ξενοδοχείο δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να πέσει σε χέρια τουρκικά. Η ανταλλαγή πυρών είναι τόσο έντονη που κάποτε μοιάζει με βροχή από σφαίρες. Οι όλμοι που πέφτουν μαυρίζουν τον ουρανό. Το Μεγάλο Ξενοδοχείο γίνεται σκηνή στον πόλεμο, στα αίματα, στις φωνές της προδοσίας, στον σκοτωμό. Εκείνος γίνεται ξανά κομπάρσος στον ψεύτικο κόσμο του θεάματος και πεθαίνει ξανά και ξανά. Στρατιώτης άλφα και βήτα και γάμα. Κομπάρσος. Είναι Ιούλιος και η ζέστη είναι αφόρητη, αλλά αυτός νιώθει μια παγωνιά μέσα του, έναν αέρα που σου περονιάζει τα κόκκαλα, που σε κρυώνει, που μπορεί να σε πεθάνει. Θυμάται τότε μέσα στον χαμό και τους πυροβολισμούς και τις φωνές και τα αίματα, έτσι απροσδόκητα, εκείνον τον ψεύτικο πόλεμο, την πρώτη φορά που έπιασε όπλο στα χέρια του και ξαφνικά αντιλαμβάνεται την ανάγκη της πρωταγωνίστριας να είναι όμορφη, ακόμα και όταν γύρω της ο κόσμος σκοτώνεται. Θυμάται τη σουμάδα, τη γλύκα της, την όμορφη κυρία Αμπιγιέζ και όταν πληγώνεται, όταν τον βρίσκει μια σφαίρα στο στήθος και τραυματίζεται, πέφτει ανάσκελα με τη γλύκα της ανάμνησης στα χείλη του, ο κόσμος έρχεται και λιγώνει και χάνεται. Στρατιώτης άλφα και βήτα και γάμα. Κομπάρσος.

 

Σουμάδα

Σε παλιό ραγισμένο φλυτζάνι

Σιρόπι σουμάδας φτιαγμένο από πικραμύγδαλο και ζάχαρη

Αραιωμένο με καυτό νερό και γεμάτο αρώματα

Όταν το κρύο σου περονιάζει την ψυχή και τα κόκκαλα.

 

Μπύρα / Ο φωτογράφος

Τη μπύρα πρέπει να την πιείς πολύ παγωμένη. Ειδικά αν είναι καλοκαίρι στη Λευκωσία και σε έχει χτυπήσει ο ήλιος στο κεφάλι επειδή γυρίζεις στην πόλη και βγάζεις φωτογραφίες όλη μέρα. Την πίνεις σε παγωμένο ποτήρι ή, αν διψάς πολύ, κατευθείαν από το μπουκάλι. Βοηθά στην εφίδρωση, καλμάρει τα νεύρα σου, σε ζαλίζει και σε κάνει να ξεχνάς για λίγο τον πόλεμο. Και τις φωτογραφίες του πολέμου που βγάζεις συνεχώς. Οι ντόπιοι στο νησί αρχίζουν να πίνουν μπύρα την εποχή που κτίζεται το Μεγάλο Ξενοδοχείο και λίγο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Γύρω στα 1950. Παλιά έπιναν σκληρά σπίρτα, τσάγια και κρασί. Μπύρα καλή στο νησί αρχίζει να βγαίνει τη δεκαετία του ʼ50, όταν βγάζει μπύρα το ζυθοποιείο ΚΕΟ. Η ΚΕΟ είναι ξανθιά, την έχουν σχεδιάσει Τσέχοι ζυθοποιοί με παράδοση στις μπύρες Lager, έχει ελαφριά γεύση και κάπως πικρή επίγευση, θυμίζει τον ήλιο της Κύπρου, σε ξεδιψά και σε κάνει να την πίνεις σε ποσότητες αλλά, αν δεν προσέξεις, μπορεί να σε ζαλίσει. Μπύρα αρχίζουν να πίνουν οι Εγγλέζοι στρατιώτες όταν η Βρετανική κυβέρνηση μεταφέρει τα επιτελεία του στρατού ξηράς από την Αίγυπτο στην Κύπρο και η βρετανική φρουρά αυξάνεται στο νησί σημαντικά. Όταν οι Εγγλέζοι στρατιώτες αρχίζουν να συχνάζουν στο Μεγάλο Ξενοδοχείο για να ξεδώσουν. Έρχονται για μπύρες και για κούρεμα. Πίνουν μπύρες, κόβουν τα μαλλιά τους, ξυρίζουν τα μουστάκια τους και βγάζουν τα εσώψυχά τους στον μπάρμαν και τον μπαρμπέρη. Ο μελαχρινός μπαρμπέρης κουρεύει τα ξανθά κεφάλια με την ψιλή μηχανή και δροσίζει με λοσιόν από δαμασκηνό τριαντάφυλλο τους κόκκινους σβέρκους. Συνεφέρει το δέρμα από τον σκληρό ήλιο. Ο μπαρμπέρης ακούει τα εγγλέζικα μυστικά και τα μαζεύει όπως μαζεύει από το πάτωμα τις ξανθές τρίχες. Οι Εγγλέζοι πάνε στο Μεγάλο Ξενοδοχείο για μπύρες και κούρεμα. Συναναστρέφονται με τους δημοσιογράφους που έρχονται από δεκάδες μέρη του κόσμου, να καλύψουν τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και τις επιχειρήσεις των Γάλλων και των Βρετανών στο Σουέζ. Κάθονται στο μπαρ, πίνουν μπύρες και κονιάκ και συζητούν για τις εξελίξεις. Ο Τόμμυ έχει μακριά ξανθά μαλλιά και δεν χρειάζεται κούρεμα. Πίνει πάντα την ξανθιά μπύρα του νησιού όταν έρχεται στο φημισμένο μπαρ του Μεγάλου Ξενοδοχείου. Όταν επιστρέφει από την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία, τη Χιλή και το Βιετνάμ. Όταν βγάζει φωτογραφίες τους πόλεμους που κάνουν οι άλλοι. Του αρέσει το μπαρ στο Μεγάλο Ξενοδοχείου που έχει κάτι από πόλη και κάτι από χωριό. Του αρέσει ο μπάρμαν, που είναι μελαχρινός, πονηρός και έξυπνος, που γνωρίζει το όνομά σου και το ποτό σου, ακόμα κι αν έχει να σε δει μήνες, ακόμα κι αν έχει να σε δει χρόνια. Στους άλλους προσφέρει Brandy Sour, στον Τόμμυ προσφέρει αμέσως μπύρα ΚΕΟ, όταν αυτός επιστρέφει στην Κύπρο, όταν έρχεται στο νησί να καλύψει τον νέο πόλεμο των Ελλήνων με τους Τούρκους. Ο μπάρμαν συμπαθεί τον Τόμμυ που είναι ξανθός, αλλά δεν έχει τη σκληράδα των Εγγλέζων, που βγάζει μόνο φωτογραφίες, δεν γράφει ρεπορτάζ και δεν παίρνει το μέρος κανενός στον πόλεμο. «Η φωτογραφία είναι αμέτοχη. Αιχμαλωτίζει ακαριαία τη στιγμή». Ο Τόμμυ είναι αμέτοχος. Πατάει το κλικ του πολέμου, δεν παίρνει θέση και στέλνει τις φωτογραφίες του στους άλλους. Κάποτε ο μπάρμαν τον ρωτά αν πεθυμά το σπίτι του, γιατί του αρέσει να βγάζει φωτογραφίες, αν φοβάται που κάνει αυτή τη δουλειά. Ο Τόμμυ του απαντά πως μόνο οι ανόητοι και οι ήρωες δεν φοβούνται. «Κι εσύ τι είσαι»; Δεν απαντά στον μπάρμαν που τον κερνά τις ξανθές μπύρες της Κύπρου. Η μπύρα είναι ελαφριά, αλλά σε καλμάρει, μπορεί να σε ζαλίσει και να σε κάνει να ξεχάσεις τον πόλεμο, να μη χρειαστεί να απαντήσεις αν είσαι ήρωας, γενναίος, δειλός ή απλώς ένας ανόητος. Όπως αυξάνονται οι ξένοι στρατιώτες στο νησί, αυξάνεται και η κατανάλωση της μπύρας. Το 1952 η κατανάλωση της παγωμένης ξανθιάς ήταν μόνο 295 χιλιάδες γαλόνια, ενώ το 1954 αυξάνεται κατά 62%. Οι πωλήσεις της ΚΕΟ σε μπύρα αυξήθηκαν σε 1.077.000 γαλόνια το 1962 και σε 1.454.000 γαλόνια το 1968. Το 1974 καταναλώνονται στο νησί 2 εκατομμύρια, 686 χιλιάδες 714 γαλόνια μπύρα. Κι αυτό ενώ τον Ιούλιο, που η κατανάλωση μπύρας αυξάνεται, γίνεται ο πόλεμος. Ο Τόμμυ εγκλωβίζεται στο Μεγάλο Ξενοδοχείο στον πόλεμο. Είναι παρών στη μεγάλη τη μάχη. Εκείνη που χαρακτηρίζεται τρομερή και καθοριστική και σφοδρότατη. Δεν βρίσκεται στο κέντρο της δράσης, στο κέντρο των μεγάλων μαχών αλλά μέσα στους τέσσερις τοίχους του Μεγάλου Ξενοδοχείου. Τριγυρίζει σε όλους τους χώρους με τη φωτογραφική κρεμασμένη στον λαιμό του κι ακούει τις σφαίρες να σφυρίζουν γύρω από το κεφάλι του. Όπως και σε κάθε άλλο πόλεμο. Η φωτογραφία είναι αμέτοχη. Αιχμαλωτίζει ακαριαία τη στιγμή. Ο Τόμμυ πατάει το κλικ του πολέμου, δεν παίρνει θέση και στέλνει τις φωτογραφίες του στους άλλους. Το 1975, οι φωτογραφίες του με τίτλο: «Λήδρα Πάλας», που αποτυπώνουν «την αγωνία, τον φόβο και την τραγικότητα των στιγμών» παίρνουν το πρώτο βραβείο φωτογραφίας στον διεθνή διαγωνισμό «World Press Photo». Στις φωτογραφίες απεικονίζονται οι στρατιώτες την ώρα της μάχης, οι ξένοι που έχουν εγκλωβιστεί στο ξενοδοχείο και το δωμάτιο που έμενε ο φωτογράφος μέσα σε όλον αυτό τον χαμό. Το άστρωτο κρεβάτι με τα τσαλακωμένα σεντόνια του. Όταν ο πόλεμος στην Κύπρο τελειώνει, ο Τόμμυ επιστρέφει στη Συρία, στον Λίβανο, στο Ιράκ, στην Κροατία, στην Παλαιστίνη, στο Κόσοβο. Συνεχίζει να βγάζει φωτογραφίες τους πόλεμους που κάνουν οι άλλοι. Επισκέπτεται ξανά μεγάλος πια την Κύπρο, ηλικιωμένος, με κοντά μαλλιά ένα καλοκαίρι. Πηγαίνει μια βόλτα και βλέπει από μακριά το Μεγάλο Ξενοδοχείο. Μέσα δεν μπορεί να μπει. Αγοράζει μια ξανθιά παγωμένη και την πίνει μόνος του, καθισμένος σε ένα παγκάκι. Τη μπύρα πρέπει να την πιεις πολύ παγωμένη. Ειδικά αν είναι καλοκαίρι στη Λευκωσία και σε έχει χτυπήσει ο ήλιος στο κεφάλι και θυμάσαι εκείνον τον μπάρμαν, που θυμόταν το όνομα σου, σου κερνούσε τις μπύρες που σου άρεσαν και σε ρωτούσε αν φοβάσαι. Μόνο οι ανόητοι και οι ήρωες δεν φοβούνται. «Κι εσύ τί είσαι»; Τη μπύρα πρέπει να την πίνεις παγωμένη, είναι ελαφριά, αλλά μπορεί να σε ζαλίσει και να σε κάνει να ξεχάσεις τον πόλεμο. Να μη χρειαστεί να απαντήσεις αν είσαι ήρωας, γενναίος, δειλός ή απλώς ένας ανόητος.

 

Μπύρα

 

Ξανθιά

 

Πρέπει να την πιείς πολύ παγωμένη.

 

Την πίνεις σε παγωμένο ποτήρι ή, αν διψάς πολύ, κατευθείαν από το μπουκάλι.

 

Βοηθά στην εφίδρωση, καλμάρει τα νεύρα σου, σε ζαλίζει.

 

Σε κάνει να ξεχνάς για λίγο τον πόλεμο.