
Η Ελένη Σωφρονίου Στρατή γεννήθηκε στη Λάρνακα. Κατάγεται από το μικρό χωριό Οδού, όπου έζησε μέχρι και τα δεκαεπτά της χρόνια. Από νωρίς έκλεισε μέσα στις χούφτες της ψυχής της τα μιλήματα της φύσης και έκρυψε μέσα της την ηχώ της μαγείας τους. Από πολύ μικρή χάραζε λέξεις πάνω στους βράχους και στο χώμα και άνθιζαν μέσα της ανοιξιάτικες παπαρούνες. Αργότερα έπαιρνε τα λευκά χαρτιά, τα πότιζε με το μελάνι της ψυχής και τα στοίβαζε μες στα συρτάρια της ζωής της. Τώρα, μπροστά σε μια οθόνη, μ’ ένα μαύρο πληκτρολόγιο, συνεχίζει –ευτυχώς– με άσπρα ή μαύρα δάκρυα, με ήλιους ή με φεγγάρια, να χαράζει λέξεις και ήχους και να πετά μαζί τους μες στον αέρα κάποιου ξέχωρου κόσμου. Εξάλλου, πάντα της άρεσαν τα πετάγματα.
Ποιήματα, ποιητικές συλλογές και διηγήματά της έχουν κατά καιρούς βραβευθεί σε παγκύπριους, πανελλήνιους και διεθνείς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ έχουν δημοσιευτεί και σε λογοτεχνικά περιοδικά στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Κάποιοι από τους στίχους της έχουν μελοποιηθεί και συμπεριληφθεί σε δίσκους, τόσο κυπρίων όσο και ελλαδιτών καλλιτεχνών.
Ζει και εργάζεται σε εργοληπτική εταιρεία στη Λευκωσία. Φάροι της, τα τρία της παιδιά, που λαμποκοπούν σαν ήλιοι μες στον ουρανό της γης της.
Δείγματα Γραφής
Θα χαθείς. Κάποια στιγμή θα χαθείς
μες στη βοή του αέρα,
μέσα στους ήχους της μέρας.
Θα χαθείς.
Μα θα ’χω τις λέξεις.
Θα ’χω τις λέξεις να στάζουν αρώματα,
μέσα από τα Άλφα τους μέσα από τα Ωμέγα τους.
Θα τις απλώνω μέσα στο μισοσκόταδο
να μου υφαίνουν συντροφιές,
στρωσίδια μαλακά για τους σκληρούς χειμώνες.
Θα χαθείς. Κάποια στιγμή θα χαθείς
πέρα απ’ το φως της Ανατολής
πέρα απ’ το σκοτάδι της Δύσης.
Μέσα σ’ εκείνους τους αιθέρες
που φυτρώνουν μονάχα τα ανέφικτα.
Μα εγώ θα ’χω τις λέξεις
να μου μουρμουρίζουν τα βήματά σου,
να μου ζωγραφίζουν τα μάτια σου
να με πνίγουν με τα χέρια των αγκαλιών σου.
Θα χαθείς. Μα τι μ’ αυτό;
Εγώ θα ’χω τις λέξεις
να σε φέρνουν πάλι εδώ,
μέσα από το σύρμα ενός τηλεφώνου
πίσω από μια ανοιγμένη πόρτα,
πάνω στο σούρουπο μιας βεράντας.
Να σε φέρνουν μες στου Φθινοπώρου την ομίχλη
μες στα φύλλα εκείνου του Σεπτέμβρη
μέσα στο κλάμα του ανέμου της φυγής.
Θα χαθείς. Μα τι μ’ αυτό;
Εγώ θα ’χω τις λέξεις
ριζωμένες μέσα στα μονοπάτια της πιο βαθιάς παρουσίας
να μου μιλούν για σένα,
να μου μιλούν για μας,
να συλλαβίζουνε τους ήχους της αγάπης.
Και ναι,
να το θυμάσαι,
δε θα χαθείς ποτέ,
γιατί θα ’χω τις λέξεις, μάτια μου,
να ζωγραφίζουνε ήλιους τα μάτια σου,
να μου υφαίνουν συντροφιές για τους χειμώνες!
Διπλωμένες σελίδες, αφημένες κατάχαμα
και το χώμα βροχή να μυρίζει
Δύο μαύρες κηλίδες, να ρουφούνε το χάραμα
κι ο καπνός τη ζωή να ξαφρίζει.
Πυρετός, σε μια άνιση πάλη
παγετός, στο χλωμό προσκεφάλι
δυνατός, της καμπάνας ο κτύπος
ξημερώνει ή νύχτωσε μήπως;
Καρφωμένες φτερούγες, ματωμένα πετάγματα
και το αίμα του χρόνου, να πήζει.
Ζαρωμένες φιγούρες, μαυρισμένα αγάλματα
να τελειώνει η ζωή ή ν’ αρχίζει;
Ανοιχτές τ’ ουρανού οι εξέδρες,
διψασμένες της νύχτας οι σφαίρες
κι ένα κρίνο στην πίσσα ν’ ανθίζει.
Μες στις φλόγες, λαμπάδα που καίει
ένα σκούρο ποτάμι να ρέει
κι ο αέρας μπαρούτι μυρίζει.
Μη μου κλαις, μη φοβάσαι τη νύχτα
όσα θες, μες στα σπλάχνα σου ρίχτα
με τ’ αστέρια να πιάσουν χορό.
Μη μου κλαις, άσε εμένα να κλάψω
μια συγγνώμη υγρή να σου γράψω
για τον κούφιο καιρό που ανέχομαι
για τον άδειο καιρό που φορώ.
Κάποτε,
ένα πουλί με ρώτησε
γιατί είμαι λυπημένη
κι εγώ γλυκά το κοίταξα στα μάτια και τού είπα:
Κι αν λάμπει ο ήλιος το πρωί
το βράδυ το φεγγάρι
κι αν τραγουδούν χίλιες χαρές
πάνω στο μαξιλάρι
άμα σου λείπει μια φωνή
μες στις λαλιές του κόσμου
όσες φωνές κι αν τραγουδούν
δεν τραγουδούν εντός σου.
Γλυκά κι αυτό με κοίταξε
κι άνοιξε τα φτερά του.
Πήγε εκεί που τραγουδά
κι ακούγεται η λαλιά του.
Μη με ρωτήσεις γιατί σου γράφω.
Μη με ρωτήσεις.
Είναι για ‘κείνες τις κουβέντες που έμειναν ατέλειωτες.
Είναι για ‘κείνες τις ματιές
που δεν κατάφεραν να σου πουν όλα τα ευχαριστώ που σου χρωστούν.
Είναι για ‘κείνα τα χέρια
που δεν κατάφεραν να σε κρατήσουν σφιχτά για ώρες ατέλειωτες.
Είναι για ‘κείνα τα χείλη
που δεν χόρτασαν τα φιλιά της αγάπης σου.
Σε καρτερούσα. Το ξέρεις;
Σε καρτερούσα.
Μέσα στα δευτερόλεπτα,
μέσα στις ώρες, μέσα στις μέρες.
Τώρα πια νιώθω πως μάτωσαν τα βήματά μου.
Τα σκαλοπάτια που ανέβαινα τρεχάτη
άρχισαν ένα-ένα να γκρεμίζονται.
-Θυμάσαι; Τρεχάτη τα ανέβαινα-.
Κάποτε, εκεί στην άκρη τους
είχα φυτέψει τις μαργαρίτες της Άνοιξης
και κάθε που κατέβαινα τις πότιζα
μ’ ένα δάκρυ χαράς.
Θα περάσω ξανά κάποια μέρα,
κάποιο Σάββατο, κάποια Δευτέρα
Θα περάσω ξανά.
Θα κοιτάξω εκεί στην άκρη των γκρεμισμένων σκαλοπατιών.
Είμαι σίγουρη
πως μ’ εκείνο το δάκρυ της χαράς,
κάτι ανθισμένο θα απέμεινε
να σου θυμίζει
πως κάποιο Σάββατο,
κάποια Δευτέρα
μια ψυχή, ανέβαινε γρήγορα – γρήγορα τα σκαλοπάτια
για να σου πει πως σ’ αγαπά.
Μόνο πως σ’ αγαπά.
Και έσκαβα και ξανάσκαβα το χώμα
ξεκρέμασα μια χούφτα άστρα απ’ τον θόλο της νύχτας
πήρα κι ένα κομμάτι γαλανό απ’ το φουστάνι της μέρας
τα φύτεψα βαθιά μες στη γης
έριξα από πάνω κι ένα τετράδιο
γεμάτο λέξεις χαραγμένες με κόκκινο αίμα.
Κι ας φυσήξει ο αγέρας
κι ας σκιστεί το τετράδιο
κι ας γεμίσει ο καιρός κατακόκκινα ποιήματα.
Ανθίζει πάντα απ’ τα βαθιά, το φως που καρτερούμε!
Κομμάτια γίνανε οι ώρες και σωπάσαν
μες στα ερείπια το δάκρυ περισσεύει.
Ριπές σταυρώσαν τις ψυχές και προσπεράσαν
ένα παιδάκι τη μανούλα του γυρεύει
και όλο κλαίει, όλο κλαίει.
Σ’ ένα σακίδιο η ζωή τσαλακωμένη
σ’ ένα φορείο η ελπίδα να ουρλιάζει
γυμνά χαλάσματα, φυγή μαυροντυμένη
κι ένα παιδάκι μοναχό του μες στ’ αγιάζι
που όλο κλαίει, όλο κλαίει.
Πες μου.
Ποιος αγοράζει τη ζωή, ποιος την πουλάει
ποιος ξεριζώνει τις πατρίδες μ’ ένα νεύμα;
Ποιος την αλήθεια όσα – όσα ξεπουλάει
και μέχρι πότε θα κυλάει μαύρο αίμα;
Πες μου.
Πώς να στεγνώσω αυτό το δάκρυ
απ’ του μικρού παιδιού το βλέμμα;