
Βιογραφικό
Η αγάπη μου για τον γραπτό λόγο και το βιβλίο είναι παλιά, σταθερή και απεριόριστη. Το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο «Η συνοδεία των ψυχών», κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις Πολυδώρου. Από τις εκδόσεις ΕΞΗ κυκλοφορούν τα βιβλία μου «Τα μάτια που νοστάλγησα» και «Ελισσώ Η ορφανή κόρη».
Υπήρξα αρθρογράφος σε διάφορα περιοδικά της Κύπρου κι αυτή τη στιγμή αρθρογραφώ για την ιστοσελίδα Writer’s Gang, σε δύο στήλες αντίστοιχα. Η πρώτη με τίτλο «Shooting Misery» αφορά την προσωπική ανάπτυξη και η δεύτερη που εγκαινιάστηκε πρόσφατα η «Quick Reviews» αφορά τα βιβλία και γενικότερα τις απόψεις μου πάνω σ’ αυτά. Η πρώτη και μοναδική μου συμμετοχή σε λογοτεχνικό διαγωνισμό είχε τιμηθεί με το πρώτο βραβείο. Πρόκειται για τη νουβέλα με τίτλο «Το τίμημα» και αφορά την κακοποίηση της γυναίκας. Αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα σε συλλογικό τόμο με όλα τα βραβευμένα έργα από τις εκδόσεις Ανώνυμο.
Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μου στην ηλεκτρονική μου διεύθυνση mariapettag@hotmail.com και στον προσωπικό μου λογαριαμό στο facebook γράφοντας το όνομα μου με λατινικούς χαρακτήρες.
Εργογραφία



Δείγματα Γραφής
1) Άρχισε πλέον να ξυπνάει μέσα της το ένστικτο του ζώου που έψαχνε απεγνωσμένα την τροφή του για να επιβιώσει. Όλοι την αντιμετώπιζαν ψυχρά, χωρίς οίκτο. Η ομορφιά της κρύφτηκε πίσω από τα κουρέλια που φορούσε και η χλομάδα κάλυψε με επιτυχία τα όμορφα και γλυκά χρώματά της…
2) Και τότε άρχισαν να ηχούν στ’ αφτιά της ξανά οι φωνές. Κοίταζε τριγύρω της και το μόνο που έβλεπε ήταν άνθρωποι τυλιγμένοι μέσα σε άσπρους μανδύες, οι οποίοι της φώναζαν να γυρίσει πίσω κοντά τους… Και ο τρόμος την κυρίευσε. Άφησε μια δυνατή κραυγή να βγει από μέσα της. Τα φαντάσματα του παρελθόντος γύρισαν και τη διεκδικούσαν πίσω…
3) Την πήραν χωρίς οίκτο και τη βασάνισαν, της βίασαν την ψυχή και το σώμα, την έκαναν να νιώσει τον απόλυτο τρόμο, την απόλυτη αηδία και τον απόλυτο εφιάλτη της πραγματικότητας. Η ψυχή της αιμορραγούσε και ο πόνος της ήταν αβάσταχτος. Τη λεηλάτησαν και την παράτησαν σαν ζώα. Εκείνο το βράδυ, εκτός από τον εφιάλτη τον οποίο την ανάγκασαν να βιώσει, εκτός από την αγνότητα που με βία της είχαν πάρει, της άφησαν το χειρότερο αποτύπωμα της βάναυσης συμπεριφοράς τους. Απελπισμένη και χωρίς βοήθεια κουβαλούσε μέσα της ένα παιδί, του οποίου δεν ήξερε καν ποιος είναι ο πατέρας…
1) Η απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε, αφήνοντας συναισθήματα θριάμβου πίσω της! Της επέβαλε ποινή ισόβιας κάθειρξης! Ο κόσμος χαρούμενος που επιτέλους άλλο ένα μαύρο πρόβατο θα έμπαινε στη φυλακή! Που επιτέλους ξεβρόμιζε σιγά σιγά η κοινωνία! Τέτοια αποβράσματα, τέτοια κτήνη δεν έπρεπε να κυκλοφορούν ελεύθερα! Αθώος κι ανυποψίαστος ο κόσμος, καταδικάζει χωρίς να ξέρει τίποτα, μόνο όσα ακούει από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης!
«Σκότωσε εν ψυχρώ τη δίδυμη αδελφή της». «Την πυροβόλησε στο κεφάλι ενώ ήταν αμέριμνη και ανυποψίαστη». «Την πυροβόλησε μπροστά στα έντρομα μάτια της μάνας της». «Ήταν προμελετημένο!» «Ήταν προσχεδιασμένο!» «Αδελφοκτονία, ντροπή, αίσχος!» «Η ίδια της η μάνα την υπέδειξε στην αστυνομία!»
2) Βγήκε έξω σαν ναρκωμένη να το πάρει. Ούτε που πρόσεξε πως κάποιες κοπέλες καθάριζαν τις πλαστικές καρέκλες. Το μόνο που έβλεπε μπροστά της ήταν εκείνο το μπουκάλι. Πήγε κοντά και το πήρε στα χέρια της.
Επέστρεψε στο κελί της και κάθισε στο κρεβάτι. Κοίταξε το ρολόι της:
«Ώρα θανάτου 10:55, ο θάνατος προήλθε από κατάποση τοξικού υγρού!», μονολόγησε κι έπειτα γέλασε νευρικά.
«Θα σκάσει σαν βόμβα η είδηση! Η ισοβίτισσα Έρη Καζή, η αδελφοκτόνος που πριν από τρία χρόνια σκότωσε, την ίδια της την αδελφή βρήκε τρόπο να το σκάσει από τις φυλακές!» είπε ξαναγελώντας νευρικά.
«Μάλιστα κύριοι, αυτή η διεστραμμένη προσωπικότητα πήγε να βρει την αδελφή της, δεν άντεξε μακριά της! Να πάτε όλοι στο διάολο, μ’ ακούτε, όλοι σας!» φώναξε κλαίγοντας αυτή τη φορά.
Έβγαλε το πώμα της χλωρίνης κι άρχισε να χαϊδεύει το μπουκάλι.
«Εσύ θα με σώσεις, εσύ θα με βγάλεις από δω μέσα», αποφασισμένη πια να βάλει τέλος σήκωσε το μπουκάλι και…
Η Ελισσώ τους άκουσε, πήρε τον αδελφό της αγκαλιά και κλειδώθηκε μαζί του στο δωμάτιό της. Έβαλε τα χεράκια της μπροστά στα αυτιά του και του τα έκλεισε. Να μην ακούσει. Να μη φοβηθεί. Ας τα άκουγε όλα αυτή, φτάνει να προστάτευε όσο μπορούσε τον μικρό της αδελφό. Του ψιθύριζε λόγια αγάπης, του σιγοτραγουδούσε και προσπαθούσε να τον κάνει να ξεχνιέται, μέχρι να σταματήσει το κακό. Μα αργούσε. Πόσο πολύ αργούσε. Έκανε την καρδούλα της να χτυπά δυνατά από τον φόβο. Άκουγε τη μάνα της να φωνάζει, άκουγε χτυπήματα, πράγματα να σπάζουν. Άκουγε κι εκείνον που έβριζε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν, το μόνο που ήξερε, ήταν ότι δεν έπρεπε να βγούνε από το δωμάτιο. Έπρεπε να μείνουν εκεί, κλεισμένοι μέχρι να σταματήσουν οι θόρυβοι, μέχρι να φύγει εκείνος. Ύστερα, θα έλεγε στον αδελφό της ότι πάει να φέρει μπισκότα και θα έτρεχε να βοηθήσει τη μάνα της. Πάντα αυτό γινόταν. Ποτέ δεν τόλμησε να κατέβει πριν σταματήσει το κακό. Φοβόταν, φοβόταν πολύ, μα πιότερο ήξερε πως δεν έπρεπε να εμφανιστεί πριν τελειώσουν όλα. Ποτέ δεν τόλμησε να μιλήσει για όλα αυτά που συνέβαιναν μέσα στο σπίτι, ποτέ και σε κανέναν. Την όρκιζε η μάνα της.
«Τσιμουδιά, αλλιώς θα μας πάρει και θα μας σηκώσει», έτσι της έλεγε κι η Ελισσώ υπάκουε. Δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό, ήξερε μόνο ότι αν μιλούσε θα τους έπαιρνε και θα τους σήκωνε και αυτό έμοιαζε να είναι πολύ άσχημο πράγμα. Πιο άσχημο κι απ’ αυτό που ήδη περνούσαν. Γι αυτό έκλεινε το στόμα της και τσιμουδιά δεν έβγαζε. Δεν έλεγε σε κανέναν τίποτα, κι όταν τύχαινε και τη ρωτούσε η γιαγιά πώς ήταν τα πράγματα στο σπίτι, έλεγε πάντα καλά κι ανασήκωνε αδιάφορα τους ώμους της. Μόνο η κούκλα της η Ραλού ήξερε, σ’ αυτήν όλα τα έλεγε.
Εκείνος, αφού είχε διαλύσει για άλλη μια φορά το σπίτι και την ψυχή της, πήρε δρόμο. Θα γυρνούσε ξημερώματα πια. Η Σύλβα ήξερε πως για τουλάχιστον ένα εξάμηνο δεν θα την ενοχλούσε. Έτσι γινόταν πάντα. Χανόταν σ’ αυτό που του έδινε το ποτό, βυθιζόταν μαζί του, παρέα του, δίπλα του, μέσα του και δεν επικοινωνούσε. Με τίποτα και με κανέναν. Σαν να μαύριζαν όλα γύρω του και χανόταν κι αυτός μέσα στη μαυρίλα. Ούτε μιλούσε, ούτε λαλούσε. Μόνο κοιτούσε στο κενό και έπινε. Μόνο σαν έπεφτε ξερός σταματούσε να πίνει. Μόνο τότε. Βυθιζόταν σ’ έναν ύπνο βαθύ χωρίς όνειρα, χωρίς εφιάλτες. Αν η Σύλβα δεν άκουγε τη βαριά του ανάσα θα πίστευε πως ήταν νεκρός. Τόσο βαθιά κοιμόταν. Και σαν ξυπνούσε δεν γύρευε καφέ, ποτό γύρευε, γι αυτό και τα μπουκάλια ποτέ δεν έλειπαν από το σπίτι της. Γέμιζε τα ράφια και άδειαζε την ψυχή της. Άδειαζε κι αυτός τα μπουκάλια. Ήρεμα κι αποστασιοποιημένα. Μέχρι την επόμενη φορά…