
Βιογραφικό
Ο Γιώργος Πετούσης γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1943. Γράφει και δημοσιεύει ποίηση από πολύ μικρός. Από το 1957. Μαθητής, υπήρξε μέλος του Λογοτεχνικού Ομίλου του Λανιτείου Γυμνασίου. Καθοδηγητές του οικαταξιωμένοι λογοτέχνες Γιάννης Κ. Παπαδόπουλος και Ανδρέας Παστελλάς, οι οποίοι είδαν την αγάπη του στα Γράμματα και τον παρότρυναν στο γράψιμο. Ο Ανδρέας Παστελλάς, το 1967, του δημοσιεύει το 1967 το ποίημα «Γη Κυπραία», στο περιοδικό «Επιθεώρηση Λόγου και Τέχνης».
Ο Γ.Π. υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου και Ελλάδος, της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και τυγχάνει από τα πρώτα μέλη του Κυπριακού Κέντρου Συγγραφέων, ΡΕΝ.. Από το 2003, είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού «Βασίλης Μιχαηλίδης» και για την πρώτη δεκαετία, υπήρξε ο πρώτος της πρόεδρος. Ως μέλος του Δ.Σ του Πνευματικού Ομίλου της πόλης του, συνέβαλε, με ανθολόγο τον Ανδρέα Παστελλά, για την έκδοση ανθολογίου που αφορούσε την ποίηση του Γλαύκου Αλιθέρση. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε πολλά έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά της Κύπρου και της Ελλάδας. Ποιήματά του αναδημοσιεύονται σε λογοτεχνικά περιοδικά, αναρτώνται σε ιστοσελίδες λογοτεχνίας ή απαγγέλλονται σε διάφορες εκδηλώσεις και έχουν περιληφθεί σε Πανελλήνιες Ανθολογίες. Ποίηση του έχει μετεφρασθεί στα αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, σέρβικα και, μεταφρασμένα ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε ρουμάνικα Ανθολόγια. Έχει λάβει μέρος σε Διεθνή Συμπόσια Ποίησης στην Ιταλία, Σερβία και στη Ρουμανία και το 2009 η ποίησή του έχει συμπεριληφθεί σε δίγλωσσο Ανθολόγιο ποίησης (Αγγλικά – Ιταλικά ) το οποίο εκδόθηκε στην πόλη Πεσκάρα της Ιταλίας με μεταφραστές καθηγητές του Πανεπιστημίου της πόλης και με επιλογή ποιημάτων, ξένων και Ιταλών ποιητών από την ποιήτρια και καθηγήτρια Στέφκα Σμιτράν, του ίδιου Πανεπιστημίου. Το 2013, σε δίγλωσση έκδοση στα σέρβικα – ελληνικά έχει εκδοθεί και κυκλοφορήσει επιλογή ποιημάτων του στο Σμεντέρεβο της Σερβίας, με επιμέλεια του Κόραν Τζιώρτσεβιτς με την ευκαιρία του Διεθνούς ποιητικού Συμποσίου «Φθινοπωρινό ποιητικό Σμεντέρεβο».
Για την ποίηση του και ειδικά για την παρουσίαση της ποιητικής του σύνθεσης «Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ ΟΝΗΣΙΛΟΣ» ασχολήθηκε ο Ανδρέας Παστελλάς και για το σύνολο ποιητικό του έργο, εμπεριστατωμένα έχει ασχοληθεί και παρουσιάσει, ο ομότιμος καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Θεοδόσης Πυλαρινός καθώς και οι καθηγητές Ερατοσθένης Καψωμένος και Ανδρέας Βοσκός. Τα δε τελευταία χρόνια, παράλληλα με την Ποίηση ή προδίδοντας την ποίηση, εντατικά, έχει ασχοληθεί, και με την πεζογραφία.
Κατά καιρούς, σε Πανελλήνιους διαγωνισμούς ποίησης και πεζογραφίας και δοκιμίου, έχει πάρει πρώτα και δεύτερα βραβεία και επαίνους.
Το 2010, από το Φιλολογικό Σύλλογο « Ο Παρνασσός», στον ετήσιο διαγωνισμό πεζογραφίας με ψευδώνυμο, απέσπασε το Β΄ Πανελλήνιο Βραβείο για το ανέκδοτο τότε έργο του «ΤΑΡΑΓΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ».
Για το σύνολο όμως έργο του και για την προσφορά του στη Λογοτεχνία, στις 10 Απριλίου 2011, έχει τιμηθεί, με άλλες προσωπικότητες, με το χρυσό μετάλλιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου από το «Καφενείο των Ιδεών» στο ιστορικό νησί της Σαλαμίνας.
Ο Γ.Π, αφού διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού «Βασίλης Μιχαηλίδης», τα τελευταία χρόνια είναι ο γεν. γραμματέας και μέλος της συντακτικής επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού «Ανεράδα».
Εργογραφία
1. «Στον ίσκιο του θανάτου», ποίηση, Λεμεσός, 1977.
2. «Ενόραση», ποίηση, Λεμεσός, 1980.
3. «Ο αδελφός μου Ονήσιλος», ποιητική σύνθεση, 1989.
4. «Επώδυνη καταβύθιση», ποίηση, 1995,
5. «Νήσος τις εν κινδύνω», ποιητική σύνθεση, 2003.
6. «ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ», ποίηση, 2010.
7. Επιλογή ποιημάτων σε δίγλωσση έκδοση σέρβικα – ελληνικά, σελ. 80 CMEGEREBO – Σμεντέρεβο 2013
8.«Ταραγμένα χρόνια», αφήγημα, η δεκαετία του 1950 στην Κύπρο, Λεμεσός – Κύπρος 2013.
9. «Πάσχα στην Κύπρο σ’ άλλες εποχές – Λανίτικο Πάσχα» – νουβέλα, Λεμεσός – Κύπρος 2016.
10. «Στα χρόνια ΘΗΤΕΙΑΣ – η 1η ΕΣΣΟ της Εθνικής Φρουράς, η πενταετία του 1960 – 65 στην Κύπρο όπως την έζησα», Λεμεσός – Κύπρος 2017.
11. «Σπύρος Πετούσης, η θυσία ενός ήρωα, η περίοδος 1965 – 74 όπως την έζησα», Λεμεσός – Κύπρος 2019.
Δείγματα Γραφής
Δεν τον φτάνει μια μέρα,
όχι!
Δεν τον αρκεί μια ολάκερη ζωή
να καταγράψει στο χαρτί
όσα θα ήθελε.
Έτσι ώρες – ώρες,
απελπισμένος,
του έρχεται να γίνει ζητιάνος.
Επαίτης του χρόνου
Απ’ όσους τους περισσεύει
και τον έχουν παραπανήσιο
Από όσους βλέπει αργόσχολους
να κάθονται ώρες ατέλειωτες τεμπέλικα
σ’ ένα παγκάκι.
Από καφενόβιους
ή άλλους,
που κατά την άποψή του,
σπαταλούν τη ζωή τους
για τόσα
και τόσα ανώφελα
να ζητιανεύει.
«Δεν μου αρκεί ο χρόνος.
ελεείστε με, παρακαλώ σας
δεκάλεπτα ή πεντάλεπτα, έστω
άνθρωποί μου».
6 Μαρτίου 2014. – ανέκδοτο.
Τις είχε περιφρονημένες.
Βλάσταιναν από σπόρους που σκορπούσε
ο αγέρας.
Βλάσταιναν στην αυλή μα και στην αλάνα
πίσω από το σπίτι.
Πέταγαν βλαστό, θυμάται
στο μπόι ενός ανθρώπου!
Μέσα «εις τον λάλλαρον»*,
άνθιζαν όλες.
Γέμιζε η έξω αυλή, γέμιζε η γειτονιά
ο τόπος μ΄ όλα τα χρώματα!
Τώρα τις βλέπει ανάμεσα σε γεράνια
γιασεμιά πολύχρωμα
και ροδοδάφνες.
Στ΄ άνθια τους,
επικάθονται κι αποχωρούν,
δυο δυο και τρεις και τέσσερις
εργατικές οι μέλισσες
Όσο κι αν τις είχε περιφρονημένες
τώρα τις χαίρεται
Χάρμα είναι οφθαλμών και κάλλος.
Απρόσκλητες εδώ στο χωριό του
φύονται ανθόκηπος
σ΄ όλους σχεδόν τους δρόμους
μα και τους παράδρομους
κι έξω από ξωπόρτια.
Κι αυτονού
του θυμίζουν έναν άλλο
εντός του ανθόκηπο
που όντας οκνός
τον άφησε να φθίνει.
Λάνια 23 Ιουνίου 2011 – ανέκδοτο.
Λάλλαρος (ο) = ( αρχ. λάβρον πυρ ) λιοπύρι, λάβρα, καύσωνας.
Μου λες να ξεχάσω τα παιδιά στην αγχόνη
να παραμερίσω όλο εκείνο το πολύ μου πάθος
για τη λευτεριά της Πατρίδας.
Να παραδώσω στην πυρά όλα εκείνα
«τα δια χειρός ηρώων» επιθανάτια γράμματα
που τα διαβάζω κάτ’ επανάληψη
και με κρατούν άγρυπνο.
Εγώ σου λέω δεν μπορώ.
Μια ζωή τώρα τις μεταμεσονύχτιες ώρες
με πιάνει ρίγος σαν ακούω τα βήματά τους
να οδεύουν.
Σαν ακούω τα τραγούδια τους να δυναμώνουν.
Σαν τέλος ακούω να πνίγεται μαζί τους
δολοφονημένος
ο Ύμνος της Ελευθερίας
ύστερα ακριβώς απ’ τον ξερό γδούπο
της ανοιγμένης καταπακτής.
Ω! τα κορμιά τους έτσι που αιωρούνται δεκαετίες τώρα
στη δοκό της αγχόνης!
Ω! τ’ άγια κορμιά τους δεκαετίες τώρα
που ‘ναι θαμμένα στα Φυλακισμένα Μνήματα!
Λεμεσός 20.4.1986 – 20.2.1987
*Γιώργου Πετούση ποιητική «Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ ΟΝΗΣΙΛΟΣ», Λεμεσός – Κύπρος 1989
Παρόλες τις εκκλήσεις
Από το ψυχρό και πάντα κυνικό Λονδίνο
παγερή ταξίδεψε η απόφαση
στη νήσο.
Επικείμενο άγγελμα θανάτου.
Και εσπευσμένως ο παπά – Αντώνης,
ο ιερέας των φυλακών, εκλήθη.
Στον ώμο είχε βαρύ σταυρό, ο δυστυχής,
να φέρει
μα και στα σπλάχνα είχε πόνο
να τον τρυπά, μαχαίρι.
«Σώμα και αίμα Χριστού του Θεού
μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Ανδρέας
Σώμα και αίμα ο Χαρίλαος»
«Σώμα και αίμα ο Ιάκωβος»
«Μητέρα, σου γράφω.
Μην κλαίς. Εντός ολίγου θα ευρίσκομαι ανάμεσα σε αγγέλους»
Και στην οδό του μαρτυρίου
βηματισμός λες εθελούσιος των αθανάτων
και χαρά
τα τραγούδια και οι ύμνοι
των τριών μελλοθανάτων.
Στα άλλα κελιά, των υπολοίπων τα κελιά
ξεσηκωμός και χαλασμός πολύς.
«Κουράγιο, παιδιά»
«Στο καλό, παιδιά»
Για τους μελλοθανάτους
όμοιος με Μυστικό υπήρξε απόψε ο Δείπνος.
Και πού να δεήσει να πάρει άνθρωπο γνωστικό
τη νύχτα εκείνη
σε Κύπρο, στην Ελλάδα, στην υφήλιο ο ύπνος!
Στο μεσονύχτι πανέτοιμος, ήταν ο δήμιος.
Σχοινί,
καταπακτή ανοιχτή και θάνατος!
«Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός
ότε κατήλθες προς τον θάνατον
Ζωή η Αθάνατος».
Λεμεσός 29 Νοεμβρίου 2010.
Μεταφρασμένο και δημοσιευμένο σε ρουμάνικη ανθολογία.Οι σφήκες λαίμαργοι
έτσι που έβλεπαν στην αγορά της πόλης
το ματωμένο κεφάλι σου
μέγα θα έστησαν συμπόσιο.
Στο τέλος
τίποτα δεν απόμεινε
πάρεξ στο ψηλό παλούκι το κρανίο
σ’ ήλιο – βροχή.
Σ’ ήλιο – βροχή
μέχρις που έφτιαξαν εκεί οικισμό – βασίλειο
οι μέλισσες.
Αχ! Πόσο μέλι γλυκό
από λεμονανθούς ή από θυμάρι
(καρπό της Αμαθούσιας γης τριγύρω)
είχανε, καλέ μου, αλλά και κερί
μαζέψει οι τρυγήτρες!
Στο μεταξύ –ευτυχώς–
τις πρόφτασε με το πανί μαντατοφόρος
απ’ το Μαντείο
ο νέος χρησμός:
Από εξαρχής η πόλις έσφαλλε.
Επιτέλους
στην πλατεία της πόλης
φτάνει
του ήρωα ο διασυρμός.
Μονάχα –από του λοιπού–
τιμές, οι οφειλόμενες , του πρέπουν.
Ημικατεχόμενη Κύπρος, Λεμεσός 23.3.2001
Από την ποιητική συλλογή «Νήσος τις εν κινδύνω», εκδόσεις Ακτή 2003
Από το καμπαναριό μας, έργο τέχνης, εξακολουθούσε να χτυπά πένθιμα η καμπάνα. Τα παιδιά που όρισε ο παπά Μάρκος και ο κυρ Χρήστος ο καντηλανάφτης, συνέχισαν, μια ο ένας, μια ο άλλος, διαδοχικά, να ηχούν το σήμαντρο. Αφού πέρασαν από το στενό μας, τράβηξαν για τις άλλες γειτονιές.
Στο μεταξύ κατέφθασαν ασθμαίνοντας τα δυο ξαδέλφια μου. Ο Μάκης με τον Ανδρέα τον αδελφό του.
«Έλα, πάμεν να προφτάσουμεν την πρώτη Ανάσταση. Μα εν άκουσες, χτυπά η καμπάνα».
Σ’ ελάχιστα λεπτά ντύθηκα. Ντύθηκαν και τα δυο μου αδέλφια. Τρέξαμε στην εκκλησία κι ήμασταν εκεί από τους πρώτους. Στο ιερό ο παπά Μάρκος, έτοιμος κι αυτός, φορούσε ήδη την ωραία ιερατική στολή του. Αυτήν που φορούσε μονάχα σε ξεχωριστές περιπτώσεις. Όπως Χριστούγεννα και Πάσχα. Είχε μέσα στο ιερό έτοιμο και το πανέρι γεμάτο ως πάνω μ’ ανθισμένη μερσίνη, δαφνόφυλλα κι ανθοπέταλα. Ήταν έτοιμος για το «Ανάστα ο Θεός». Σκύψαμε και μ’ ευλάβεια του φιλήσαμε το χέρι. Μας βλόγησε.
«Να έχετε την ευχή του Θεού. Δόξα Σοι ο Θεός. Εβοήθησεν μας τζιαί φέτος τζιαί φτάσαμε το Άγιον Σάββατον. Να μας βοηθήσει τζιαί πόψε», μας είπε και έβαλε, ευχαριστώντας το Θεό, το Σταυρό του.
Εντός ολίγου, καταφθάσανε ανάμεσα σ΄ άλλους, ο μάστρε Νικόλας της Στυλλούς κι ο κύριος Χρήστος. Οι δυο μας ψαλτάδες. Μαζί τους κατέφθασε βιαστικός κι ο γέρο Στεφανής Νείλος, ο πατέρας του Φρίξου. Τέτοια μέρα σημαδιακή, Άγιο Σάββατο κι αύριο Κυριακή της Ανάστασης πριν το μεσημέρι στον εσπερινό της Αγάπης, είχε την καλή του. Αυξημένα καθήκοντα.
«Άτε Στεφανή, ετοιμάστου», του είπε ένας από τους επιτρόπους
Πήγε στο μανουάλι. Αυτό που βρίσκεται στο προσκυνητάρι κι άρχισε, όπως κάθε χρόνο, να ξεβιδώνει με προσοχή, μια, μια, τις υποδοχές των κεριών.
«Τι πάει να κάμει;», άκουσα έναν ξενοχωρίτη που ήρθε στο χωριό μας να ρωτάει το διπλανό του.
«Έθιμα τζιαί συνήθειες της Λάνιας. Τώρα, όταν εν να έρτει η ώρα που πρέπει, εν να δεις», του απάντησε.
Ο κύριος Στεφανής Νείλος, όταν ξεβίδωσε όλες τις υποδοχές των κεριών, την υποδοχή που δεχόταν τη μοναδική λαμπάδα την άφησε χαλαρή. Μαζί του από το σπίτι φρόντισε όπως πάντα κι έφερε το εργαλείο του, ένα γουδοχέρι. Ήταν ήδη έτοιμος για το «Ανάστα ο Θεός». Στο ιερό ο παπά Μάρκος από ώρα έβαλε βλογητός. Σ’ ελάχιστο χρόνο, η εκκλησιά, γέμισε κόσμο. Πρέπει να μην έλειπε κανείς. Ο αναγνώστης τέλεψε τον εξάψαλμο. Το λόγο πήραν ήδη οι ψαλτάδες. Ο μάστρε Νικόλας, προϊόντος του χρόνου, έψαλλε το «Σήμερον ο Άδης στένων βοά. Κατεπόθη μου η εξουσία….». Σαν τέλεψε αυτός πήρε το λόγο ο κύριος Χρήστος. Έψαλλε σε ήχο, πλάγιο του δευτέρου, το «Την σήμερον μυστικώς ο μέγας Μωυσής προδιετυπούτο λέγων..»
«Όπου τζιαί να ’σαι θα πούνε τις τρεις Προφητείες», άκουσα κάποιο να λέει στο γιό του.
Ένας άλλος πάλι έλεγε χαμηλόφωνα στο διπλανό του:
«Για πρόσεξε. Μέσα στα στασίδια των ψαλτάδων, οι υποψήφιοι αναγνώστες, για κοίτα, συνωστίζονται. Υπάρχει συναγωνισμός. Είναι έτοιμοι ο Πέτρος της Μαρίας της Κοκκονούς, ο φίλος του Παναής του Μόζορα τζι’ ο Φρίξος Στεφανή. Τώρα να δούμεν ποιός από τους τρεις εν να πει την πρώτην προφητεία»
Το όλο κλίμα μέσα στην εκκλησία άλλαξε όταν ο μάστρε Νικόλας, ο άνδρας της Ππινούς, άρχισε να ψάλλει σε ήχο πρώτο «Την παγκόσμιον δόξαν, την εξ ανθρώπων σπαρείσαν και τον Δεσπότη τεκούσαν…», το γνωστόν ύμνον προς τη Θεοτόκο. Τότε η ανάγνωση της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης προφητείας, μπήκε στην τελική ευθεία. Κι όταν ήλθε η ώρα, προσέξαμε πως ο ξάδερφος μου Παναής, τα κατάφερε. Άρχισε πρώτος.
«Γενέσεως το ανάγνωσμα», πρόφθασε και είπε. Οπόταν από τον παπά Μάρκο μέσα από το Ιερό Βήμα, πήρε την ευλογία: «Σοφία πρόσχωμεν». Πήρε ύφος κι’ άρχισε με έμφαση να λέει την προφητεία.
«Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην…».
Μικρή στην έκτασή της η προφητεία, όταν πήρε τέλος η ανάγνωση, ο Φρίξος του Στεφανή, δεν πήρε άλλου καιρό. Όπως στ’ άλογα στον ιππόδρομο όταν τρέχουν και στη στροφή, κάνουν κεφαλή μπροστά για να ξεχωρίσουν πριν το τέρμα, με το «Προφητείας Ιωνά το ανάγνωσμα» πήρε φόρα. Άρχισε να διαβάζει την προφητεία. Η ανάγνωση της τρίτης προφητείας του Δανιήλ, έμεινε τελικά υπό κανονικές συνθήκες, εκτός απροόπτου, να την αναγνώσει ο Πέτρος.
Εκεί που στεκόμουν και κοντά στο αναλόγιο, άκουσα τον Λεύκο να λέει: «Έχω την εντύπωση πως ο Φρίξος με τη φόρα που πήρε, σαν μερακλωθεί, υπάρχει περίπτωση να πει και την Τρίτη. Τότε θ’ αφήσει σύξυλο τον Πέτρο». Απάνω όμως που τέλειωσε, ο Πέτρος, έμπειρος, δεν του πήρε καθόλου καιρό. Έκαμε κεφαλή μπροστά. Δεν τον άφησε να πάρει ούτε ανάσα. Πρόφθασε και είπε το «Προφητείας Δανιήλ το ανάγνωσμα», οπόταν μέσα από το Ιερό Βήμα πήρε, «Σοφία πρόσχομεν», την ευλογία.
Όλο το εκκλησίασμα, παρακολουθούσαμε μ’ ευλάβεια και προσοχή, τα διαδραματιζόμενα. Ευτυχώς μέχρι κείνη την ώρα ο Βασιλάκης κι ο Βαγορής κι όλοι οι άλλοι ταραξίες, ήσαν προσωρινά και όπως φάνηκε εν αναμονή ήσυχοι μέσα στην εκκλησία. Μετά το τέλος του ύμνου των τριών παίδων και την ανάγνωση της προς Ρωμαίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου «Αδελφοί, όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν» ο παπά Μάρκος, βγήκε από την Ωραία Πύλη ψάλλοντας με όλη τη δύναμη της φωνής, όση του απόμεινε στα γεράματά του, το «Ανάστα ο Θεός, κρίνον την γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι»
Οπόταν στην εκκλησία έγινε πραγματικά το «Ανάστα ο Θεός». Χαλασμός κόσμου. Στους σκάμνους τα καθίσματα ανεβοκατέβαιναν. Ανεβοκατέβαιναν και χτυπούσαν. Η καμπάνα χτυπούσε. Χαρούμενα χτυπούσε. Ο κύριος Στεφανής Νείλος, ευθυτενής και ψηλός, κοντά στα δυο μέτρα, με το ορειχάλκινο βαρύ γουδοχέρι στο χέρι και σε ρυθμό ένα, δυο, τρία, ανεβοκατέβαζε και χτυπούσε το μανουάλι. Ένα, δύο, τρία. «Ντάν, ντάν, ντάν» Ένα, δυο, τρία. «Ντάν, ντάν, ντάν». Ένα, δυο, τρία «Νταν, νταν, νταν». Ο ορειχάλκινος δίσκος βιδωμένος στα χαλαρά, όμοιο το μέταλλο του με κείνο της καμπάνας, σχεδόν ξεβίδωτος, σε κάθε κτύπο, άφηνε ήχο διάφανο, βροντερό, καθαρό, μεταλλικό, ένα ήχο που προσέδιδε μια άλλη διάσταση στην όλη προαναστάσιμη ατμόσφαιρα. Πραγματικά το κάθε κτύπημα άφηνε ένα δυνατό καθαρότατο ήχο, που προερχόταν από εκτινασσόμενα στην ατμόσφαιρα θραύσματα μετάλλου και ξεσήκωνε μέσα σου, ένα πηγαίο αίσθημα έντονης χαράς και διαπεραστικό ρίγος.
Την ίδια όμως χρονική στιγμή, στη χαρούμενη κι ευφρόσυνη ατμόσφαιρα ο Βασιλάκης κι ο Ευαγόρας, οι δυο ταραξίες, βρήκαν χρυσή την ευκαιρία. Από τις κροτίδες που είχαν έτοιμες στο οπλοστάσιο τους, μέσα στις φουσκωμένες τους τσέπες, τις πυροδότησαν στη σειρά, καταγραμή, έξω στο μεγάλο πεζούλι. Είχαν εξειδικευτεί στην κατασκευή. Τους άκουγα και μια φορά τους πήρε το μάτι μου. Τις κροτίδες, κρυφά να μην τους βλέπει μάτι, τις ετοίμαζαν κοντά στην εκκλησία πυρετωδώς σε μια από τις αποθήκες του πατέρα του Βασίλη. Την έκαναν σωστό εργαστήριο. Μετρούσαν, σημάδευαν, έκοβαν με λεπίδα το «ταγιαντερό» χαρτί. Χρησιμοποιούσαν στιβαρό χαρτί παρμένο από άδεια πεταμένα τσουβάλια τσιμέντου, βραδύκαυστο φυτίλι και μπαρούτι. Στη γεμωσιά καμιά φορά έκοβε ο νους τους, έβαζαν και θειάφι. Για πλάκα, μιλώντας μεταξύ τους, χρησιμοποιούσαν τη φράση: «Πυρ και θείον».
Κείνη τη μέρα λοιπόν, Μεγάλο Σάββατο, μια, μια ακροβολισμένες στη σειρά, τις είχαν τοποθετημένες πάνω στην πεζούλα. Με το «Ανάστα ο Θεός» τις πυροδότησαν. Όλες έκαναν έκρηξη. Μέσα κι έξω από το ναό δημιούργησαν χαλασμό κόσμου. Σωστό πανδαιμόνιο.
Η ισχύ του Άδη, οι πύλες του Άδη, κατέπεφταν. Γίνονταν θρύψαλα.
«Πού σου Άδη το νίκος; Πού σου θάνατε το κέντρο;», προς το τέλος της Θείας Λειτουργίας, νύχτα της Ανάστασης προς τα ξημερώματα, θα μας διάβαζε τους λόγους του ιερού Χρυσοστόμου, ο παπά Μάρκος.
Ο παπά Μάρκος, προτού τον δούμε να βγαίνει με το πανέρι από το ιερό, στεκόμασταν στον σκάμνο με τον παππού μου.
«Έλα δαχαμαί να χτυπάς το στασίδι», με προέτρεψε.
Άλλο που δεν ήθελα. Κοντά του, να νοιώθω την ανάσα του, ήμουνα πανέτοιμος. Κρατούσα το κάθισμα του στασιδιού του. Με κάποια ομολογώ κρυφή αγωνία περίμενα τη στιγμή. Όταν από το ιερό ξεπρόβαλε με το πανέρι ο ιερέας κι όταν άρχισαν όλοι ρυθμικά να χτυπούνε τα στασίδια στους σκάμνους, τότε μ’ όλη τη δύναμη που διέθετα, χαρούμενος και με δάκρυα στα μάτια, ανεβοκατέβαζα, όπως όλοι, το κάθισμα του στασιδιού του.
«Ανάστα ο Θεός, κρίνον την γην», με τον παπά Μάρκο έψαλλα κι εγώ μαζί του.
Με την έξοδο του ιερέα από το Άγιο Βήμα, το δάπεδο της εκκλησίας γέμιζε με κλωναράκια μερσίνης. Φύλλα δάφνης και με πλήθος πολύχρωμα ροδόφυλλα. Η ευωδιά από τα ροδόφυλλα αγριοτριαντάφυλλου, γέμισε την ατμόσφαιρα. Η όλη πένθιμη ατμόσφαιρα με το «ως εκλείπει καπνός», αίφνης, διαλυόταν.
Μέρα θριάμβου. Ο θρήνος μετατρεπόταν σε ανεκλάλητη, απερίγραπτη, μεγάλη, απέραντη χαρά. Έπεφταν τα μαύρα από το εικονοστάσι. Εξαφανιζόταν η προπατορική κατάρα. Ιλαρές, με τη γεύση της χαρμολύπης ξαναβλέπαμε στο τέμπλο να εμφανίζονται τα φωτοστεφανωμένα πρόσωπά, οι μορφές των Αγίων. Η καρποφορία, διαχρονικά, δια μέσου των αιώνων, στο δένδρο της Εκκλησίας.
Με τη Θεία Λειτουργία και με την απόλυση, όλοι η οικογένεια, όπως και όλοι οι χωριανοί, πήραμε το δρόμο για το σπίτι.
«Να το αθθυμάστε παιδκιά μου, στη Χριστιανοσύνην ζήσαμε τζαί ζιούμεν την χαρμολύπη»
Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, που από το στόμα του παππού, άκουγα αυτή την τόσο παράξενη, οξύμωρη στο κρυφό νόημά της, λέξη.
Από κείνη τη στιγμή της πρώτης Ανάστασης μέχρι τη δεύτερη, μας χώριζαν ελάχιστες ώρες. Μια και μόνο ανάσα.
Ένα κεφάλαιο από τη νουβέλα του Γιώργου Πετούση «Πάσχα στην Κύπρο σ’ άλλες εποχές – Λανίτικο Πάσχα», Λεμεσός – Κύπρος 2016