
Βιογραφικό
Η Γαβριέλλα Παναγή γεννήθηκε το 1993 στη Λεμεσό. Τελείωσε το Λύκειο Αποστόλων Πέτρου και Παύλου Λεμεσού, με άριστα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ.Κ. Κατέχει μεταπτυχιακό με τίτλο ‘Ιστορία Ανθρωπολογία και Πολιτισμός στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη’, από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, στη Θεσσαλονίκη. Στα πλαίσια της διπλωματικής της έχει εκπονήσει εργασία με τίτλο «Πολιτισμός, υποκείμενα, εμπρόθετη δράση και λογοτεχνική δημιουργία. Η περίπτωση του Γ.Μ. Βιζυηνού και του Α.Π. Τσέχωφ».Έχει επίσης ολοκληρώσει, με διάκριση, μουσικές σπουδές για πιάνο από το TrinityCollegeτου Λονδίνου.Σήμερα εργάζεται ως Φιλόλογος σε ιδιωτικό σχολείο της Λεμεσού.
Από το 2017 είναι υποψήφια διδάκτορας της Νεοελληνικής Φιλολογίας, του τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Στα πλαίσια των διδακτορικών της σπουδών συμμετέχει ως ομιλήτρια σε συνέδρια.
Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν κυρίως την ποίηση της Μεταπολεμικής Περιόδου. Τα γενικότερα ενδιαφέροντά της δεν περιορίζονται στη λογοτεχνία αλλά επεκτείνονται και σε άλλες τέχνες και επιστήμες (όπως η συγκριτική φιλολογία, η ιστορία, η ανθρωπολογία). Ειδικά η παιδεία της στη μουσική ανοίγει τον δρόμο για ενδιαφέρουσες συγκριτολογικές έρευνες μεταξύ λογοτεχνίας και μουσικής.Σχετικές εργασίας αποτελούν οι:
«Η μουσική στην εποχή του Διαφωτισμού και οι επιδράσεις στον ελληνικό χώρο»
«Η Ερόικα του Κοσμά Πολίτη μέσα από τη μουσική»
«Η σονάτα του Σεληνόφωτος, ενας διάλογος ποίησης και μουσικής»
Δείγματα Γραφής
Κι είν’ η σιωπή σου ένας διάδρομος αναμονής.
Κι είν’ η ματιά σου ένα ταξίδι ανεκπλήρωτο,
ένας προορισμός χωρίς πυξίδα.
Και κάθε που βραδιάζει θα σε ψάχνω κάτω απ’ τα φώτα της πιο όμορφης πόλης,
θα αναζητώ τη μυρωδιά που θυμίζει μονάχα εσένα.
Κι εσύ να χάνεσαι…
και εγώ να σε βρίσκω μέσα στην ψυχή μου.
Εκεί θα σε περιμένω, εκεί θα σε συναντώ
εκεί έχω κλειδώσει μονάχα εσένα.
Πάντα με γοήτευαν τα δειλινά του φθινοπώρου
Η ψυχή μου γίνεται ένα με τα φύλλα
Κίτρινα
Ξηρά
Σάπια
Το μυαλό μάταια προσπαθεί να φυλακίσει την ψυχή
Μην τυχόν παγώσει από λησμονιά
Μην τυχόν βυθιστεί στη δίνη του ζόφου.
Οι αναμνήσεις εγχάραχτες, ατόφιες,
τρέχουν σαν το τελευταίο καράβι
που δεν πρόφτασε να αγκυροβολήσει
φτάνοντας μέχρι τα σύνορα του ακατανόητου,
πάντοτε μονάχες
με προορισμό τη νοσταλγία
και το λιμάνι τους
εσύ.
Κι έπειτα η μυρωδιά της βροχής
Να με οδηγεί στο αδιέξοδο της νοσταλγίας
Οι σταγόνες να χτυπάνε στο παράθυρο,
όπως τις εικόνες που συνειρμικά χτυπάνε στο μυαλό μου
Εικόνες που κάποτε σεργιάνιζα στα ολόχρυσα σκοτάδια σου,
που ανέμελα ονειρευόμουν σε κάθε μου αγνάντεμα.
Μα νά που τώρα δε βρίσκομαι εκεί.
Και νά που τώρα χάθηκες κι εσύ.
Εκεί στο τέρμα του φθινοπώρου,
εκεί που ο κόσμος φυλάει την πραγματικότητα της μικρής του ζωής
ίσως ανταμώσουμε ξανά.
Κυπριακή Εστία , τεύχ. 5, εκδ. Επιφανίου, Λευκωσία, Ιανουάριος – Ιούνιος 2021, σ. 16.
Η νύχτα
απέραντη, αιώνια
μαζεύει τη σιωπή μέσα απ’ τα ερείπια
Η καινούρια μου εξορία
απόρθητα, ψηλά τείχη
που δεν καθρεφτίζουνε τα μάτια σου
Κι υπήρχα
μέσα από σένα,
υπήρχα για εσένα
Κάθε σου ανάσα
εξάγνιζε την ύπαρξή μου
και μετρούσε το βάθος της ψυχής
Κάθε σου λέξη
αφάνιζε τους λιποτάκτες λογισμούς
κι άλλαζε το χρώμα της κάθε μας στιγμής
Κι υπήρχα
μέσα από σένα,
υπήρχα για σένα
Μια θάλασσα κι ένας ουρανός
που ονειρεύονταν κάποτε να γίνουν ένα,
μα η επίγεια ζωή τους ματαίωσε, για πάντα, τα σχέδια
«Για τον Γιάννη Ρίτσο», Σειρά ανθολογία νέων ΣΠΕΚ, Αρ. 3, σ. 94-95.
Έντονη,
σαν εμμονή,
σαν ανεκπλήρωτο πόθο
η βροχή πλημμύριζε με νοσταλγία το βράδυ.
Ίδια τα μάτια σου, καθάρια, ασύγκριτα,
που γρήγορα λησμονούν.
Κάθε μου σκέψη
ναυαγός στη φυγή σου
Τα λόγια σου
μικρά, απατηλά θροϊσματα
μιας χαμένης ευτυχίας
κι η φωνή σου
χαμένη πια
μες στην πυκνή ομίχλη της ζωής μου.
Παύση.
Αφουγκράζομαι για λίγο
τον ήχο των ματιών σου
καθώς βαδίζω με γυμνά πόδια
στα σπασμένα κομμάτια
της ύπαρξής μου
κι η θύμησή σου
γκρεμίζεται
στο χάος
της μοναξιάς μου.
Κυπριακή Εστία, τεύχος 7, Ιαν.-Ιουν. 2022, σ. 17
Βράδυ
Παγωνιά
Πλημμυρισμένοι δρόμοι
Τα φύλλα στάζουν λησμονιά
Κι εγώ υφαίνω με τον ήχο της βροχής
το πρόσωπό σου.
(αδημοσίευτο)
Ένιωθα τη θαλασσινή αύρα να χαϊδεύει το πρόσωπο μου
και τη μυρωδιά αυτής της πόλης
να αναδύεται μέσα από τη μαγεία των αστεριών.
Κι έτσι που φύσαγε ο αγέρας κι έσερνε μαζί του τα κύματα
μια σκιά χανόταν πίσω απ’ τα βράχια, φοβισμένη που δεν μπορούσε να νιώσει πια,
ήταν νεκρός,
ο αλλοτινός μου εαυτός.
Ολκή, τεύχ. 1, Όμιλος Λογοτεχνίας και Κριτικής, Λευκωσία: 2021, σ. 37.