ΛΑΖΑΡΟΥ ΛΑΖΑΡΟΣ

O Λάζαρος Λαζάρου γεννήθηκε το 1978 στη Λάρνακα και κατάγεται από την Αμμόχωστο. Αποφοίτησε με Άριστα από το Παιδαγωγικό Τμήμα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Φλώρινας) και συνέχισε με παιδαγωγικές σπουδές στο University of London (Institute of Education), από το οποίο αποφοίτησε με Άριστα. Τα τελευταία χρόνια διαμένει στη Λευκωσία, εργαζόμενος σε σχολεία δημοτικής εκπαίδευσης. Από μικρή ηλικία ενδιαφέρθηκε για τη συγγραφή μέσα από τα διαφορετικά της είδη (πεζογραφία, ποίηση, παιδικό θέατρο, στιχουργική). Το 2007 κατέλαβε ως στιχουργός την 3η θέση στον παγκύπριο διαγωνισμό σύνθεσης κυπριακού τραγουδιού με το τραγούδι «Κύπρος μου». Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να εκδίδει τα έργα του.

Β. ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΚΗ (ενδεικτικά)
«Κύπρος μου»
https://www.youtube.com/watch?v=ToBlFS224tA&t=76s

2. ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
– «Φοβού τον έρωτα», προσωπική έκδοση (2007)

3α. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Τα γενναία σποράκια, εκδόσεις Εκδρομή (2021).
3β. ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΟΙΗΣΗ
Πάλλεται ήτορ (αναμενόμενη έκδοση 2022)

4. ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Τα γενναία σποράκια– Θέατρο Δέντρο, 2020
Οι Φασουλήδες του Κατσιπόρα -έμμετρη διασκευή, Θέατρο Δέντρο, 2021.
Ρωμαίος και Ιουλιέτα -έμμετρη διασκευή στην κυπριακή διάλεκτο, Θέατρο Δέντρο, 2021.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Email: lazaroslazarou2004@yahoo.gr
Facebook: https://www.facebook.com/lazaros.lazarou.712
Youtube: https://www.youtube.com/channel/UCyZPR0X6rkH2L-lMDvtKkKA

Δείγματα Γραφής

Τόσα χρόνια επεράσαν,
οι γονιοί μας εγεράσαν,
μα εν θωρούμε λευτερκά.

Η ψυσιή μας ποσταμένη,
κλαίει π’ον στα θκυο κομμένη,
ψάχνει για παρηορκά.

Φεύκουν οι ελπίδες μακριά μας,
δείχν’ όμως το δρόμον η καρκιά μας,
με το νου πάμε στη γη μας
έτσι πνάζουσιν οι καημοί μας.

Ρεφραίν: Κύπρος μου να με λυπάσαι τζι έρκεται το φως,
Κύπρος μου να με φοάσαι, πέμπει τ’ ο Θεός.
Όπου να ’ναι ξημερώνει, έρκουνται ποτζιεί,
τα παιθκιά σου που εθκιώξαν οι κουβαλητοί.

Μες στη σκέψη μας ριζώνεις,
γέφυρες για μας απλώνεις,
σβήνεται πκιον η γραμμή.

Περπατούμε στην Τζιερύνεια,
πας του Βαρωσιού το τζιύμα,
μες στης Μόρφου την αυλή.

Ζωντανεύκουν τόσοι τόποι,
κλαιν που την χαράν τους οι ανθρώποι,
μα λαλούν μας πως νυχτώνει,
το ταξίδι μας τελειώνει.

Άκουσες, Ρηνιώ, τι είπε;
θα μας φάνε, δεν τ’ αντέχω
τι θα γίνει αδελφούλα;
έτσι μού ’ρχεται να τρέχω!

-Είναι δύσκολο σε νιώθω
μα θυμάμαι τη μαμά μας
πού ’λεγε να ’χουμε πίστη,
πάντα θάρρος στην καρδιά μας!

-Έλεγε «αν το πιστέψεις
βρίσκεις σίγουρα μια λύση
μη διστάζεις, πρώτα σκέψου
και ο φόβος σου θα σβήσει!»

-Πάντα να ’μαστε ενωμένοι
να στηρίζει ο ένας τον άλλο
να ’μαστε αγαπημένοι
η αγάπη να ’ναι φάρος!

 

Όχι δεν τελειώνει ο δρόμος
αν δεν μολώσουν το αλακάτιν
των γοργόποδων αλόγων,
φιλονικία του άτρωτου Διός
και του θαλασσοφίλητου Ποσειδώνα.

Τούτο τον ποδαρόδρομο
με φύτρες από κοχύλια
ξυπόλυτοι τον διαβαίνουνε
ζώντες και νεκραναστημένοι.
Κάθε αχνάρι του ζεστού πηλού
κλώθεται στου Πλάστη τον τροχό
και ξέρει εν τη σοφία του ο πολυόμματος
πως ακόμη μνημονεύονται οφειλές
στο χάλκινο ψωμί τ’ αφάγωτο,
στο μυροβόλο δάκρυ της ανέμης.
Ο χρόνος γέρνει πια ασήκωτος,
κουράστηκε αδέκαστος να γερνάει
στις σκοτεινές στοές της προσμονής.

Μια χαραμάδα φως,
δυο σμιλευτά φεγγάρια
αν αφεθούν στον έναν ουρανό
τη ρότα είναι ικανά
στη λάμψη τους να χαράξουν.

Είδα τον Θυέστη μπροστά μου,
δεκατέσσερα χρόνια πηγαινοερχότανε
κοιτώντας ατενώς στο κατώφλι μας,
με την Αερόπη κοντά του τόσο μακρινή,
πνιγμένη στ’ αναφιλητά.
Μυρίζαμε το θυμίαμα,
χωνότανε στα μπούνια μας,
ουδείς όμως θέλησε να κοιταχτεί
στο κάτοπτρο της αλήθειας.

Δεκατέσσερις χρόνους
ο Θυέστης έκραζε σαν αλέκτορας
κι έγινε απατηλή κραυγή
σε ώτα ξηραμένα.
Ώσπου ξαναζωντάνεψε ο Ατρέας,
χαμογέλασε στο έρεβος
κουνώντας το κεφάλι του
σαν Δία λαξευμένος κεραυνός
κι ένα μουχρό βράδυ,
μας τάισε τα σπλάχνα μας.

Μπήκα στην κάμαρα με χαμηλό το φως μου
κι η κόρη του Πρίαμου καθιστή
με τα σγουρά μαλλιά πλεξούδες.
Από τα έγκατα της γης
τα ουρλιαχτά στα πέρατα αντηχούσαν
κι είχαν κεφάλι κρεμεζί.

Ολόγυρά της μύριζα
του Απόλλωνα το γάργαρο φιλί
ξέχειλο από εκδίκηση
της θεϊκή τάξης ανασύνταξη.

Προχώρησα αργά και στάθηκα ομπρός της.

Του τάφου απλώθηκε σιωπή,
τίποτα δεν έφτανε στ’ αφτιά μου,
με κούφανε η άτιμη, σκέφτηκα.
Είχε το βλέμμα της θολό,
βρεγμένο το ένα μάτι της
το άλλο της τόσο στεγνό.

Ασάλευτη κοιτούσε το παρόν,
στην πλάτη του το παρελθόν
κι αντίκρυ του το μέλλον.
Με παράβλεψε. Ταράχθηκα.
Δεν υπήρχα, λοιπόν;

Πλησίασα και της λέγω:
-Μοιραία μάντισσα, Εκάβης θυγατέρα
εσύ που πρώτη ενωτίζεσαι
μελλούμενα ανθρώπων,
γιατί αποκοιμήθηκες
το πρωινό του μαύρου Ιούλη;
Κι εκείνη σαν το άγαλμα
που μέσα της ξάφνου αίμα ρέει,
σήκωσε τα δυο της χέρια αψηλά,
στο ένα τον Πάρη κράταγε
στο άλλο Δούρειο Ίππο.
Τους βρόντηξε με δύναμη πολλή
και τους συνέτριψε βαθιά
στον ίσκιο της ζοφερής ματιά της.

-Ανάγωγε, μου λέγει,
ανοιχτό βιβλίο το μοιράδι σας
και νοσταλγείς τους μύθους;

 

Ακούσατε, ακούσατε
φτάνουν οι φασουλήδες,
το θέατρό μας ξεκινά
μην πεις μετά… δεν είδες.

Καθίστε αναπαυτικά
και κάντε ησυχία,
από τα βάθη έρχεται
δακρύβρεχτη ιστορία.


Εγώ κι οι φασουλήδες μου
το σκάσαμε μια μέρα,
μας έπνιγε το θέατρο
κι είπαμε “πάμε πέρα!”

Καβάλα σ’ ένα όνειρο
ανοίξαμε τα μάτια,
κι είδαμε κάστρα φωτεινά
και ασημιά παλάτια.

Ποτάμι εμφανίστηκε
μπροστά μας, τι μεγάλο!
με βάρκες χρυσοπλουμιστές
που κάνανε σινιάλο.

Πηγαίνανε στα ανοικτά
να βρούνε τα παιδάκια,
για να τους δείξουν θαύματα
και μικροπραγματάκια.

Κι ευθύς το συμφωνήσαμε
στη βάρκα αυτή να μπούμε,
εγώ κι οι φασουλήδες μου
εν πλω να ξανοικτούμε!

Και φτάσαμε λοιπόν εδώ
μπροστά σας, να κοιτάξτε!
όλα τριγύρω έτοιμα
το κέφι μόνο φτιάξτε!

Ο χρόνος πίσω μας γυρνά
στην όμορφη Ροζίτα,
που βρέθηκε στα ξαφνικά
στα χέρια αυτού του μοχθηρού
του κύριου Κριστομπίτα.

Έτσι λοιπόν αρχίζουμε
φύσα καλό μου αγέρι,
πάρε το κλάμα, τους λυγμούς
την πίκρα και τους στεναγμούς
σε άλλα… ξένα μέρη.

-Τι να την κάμω τη ζωή
αν δεν είμαι μιτά της
κάλλιον ο πικροθάνατος
τζιαμέ θα’ μαι κοντά της.

Τωρά έμεινεν μόνος του
αρπάσσει το φαρμάτσι,
τζιαι μονορούφιν ήπιεν το
πικρό μα μονοφάτσι.

-Η αγάπη σου με σκότωσε
είπεν στην Ιουλιέττα,
«να ζει κανείς ή να μη ζει»
ας όψονται τα ντουέττα!

Αμέσως αυτοκτόνησεν
στου έρωτα τη ζάλη,
τζι έπεσεν κάτω σύξυλος
τι τραγωδία μιάλη!

Αν ήξερεν ο δύστυχος
ήταν να το πετάξει,
μα ποιος μπορεί τη μοίρα του
σε μια στιγμή ν’ αλλάξει;

Επέρασαν λλία λεπτά
ξυπνά η Ιουλιέττα,
θωρεί τον δίπλα της νεκρόν
τζιαι οι λυγμοί αρκέψαν!

-Ρωμαίο μου, Ρωμαίο μου
γιατί νεκρό θωρώ σε;
άνοιξε μου τα μάθκια σου
τι έπαθες ρωτώ σε;

-Τζιαι πώς θα ζήσω μόνη μου
χώρκα σου εν αντέχω,
εσύ’ σαι ό,τι λάτρεψα
εσύ’ σαι ό,τι έχω!

-Να ζει κανείς ή να μη ζει
κάποτε θα ρωτούσιν,
«η αγάπη είναι δύναμη»
για μας εννά το πούσιν.