

Ο Χριστάκης Κυπριανού γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1961. Είναι γιός του Αντρέα Κυπριανού και της Ειρήνης Στυλιανού Βαλανά (ένατο παιδί από σύνολο έντεκα) με καταγωγή από τα Αγρίδια Πιτσιλιάς. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο City College (of the City Universities of New York). Σήμερα είναι παλαιοπώλης και ασχολείται με την ποίηση ( από την ηλικία των 17 χρονών). Από το 1994 είναι παντρεμένος με την Παναγιώτα Θεοχάρους και έχει 2 παιδιά, τον Ραφαήλ (1996) και τον Δανιήλ (1998). Από το 1987 μέχρι και το 2007 ασχολείτο με το εμπόριο δίσκων βινυλίου. Ήταν δημιουργός και μάνατζερ του κυπριακού rock συγκροτήματος ACCIDENTALS το 1991. Την ίδια περίοδο ήταν ο παραγωγός ενός δίσκου με δύο τραγούδια (1. “Μην έρθεις”, 2. “Είσαι το φως”) σε στίχους δικούς του, σε μουσική Μάριου Μελετίου και με ερμηνεύτρια τη Θεανώ.
Το 2018, ταυτόχρονα με την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής Η υπόσχεση κυκλοφόρησε σε CD 6 τραγούδια μελοποιημένης ποίησης με τον τίτλο Το χωρκατούιν, σε σύνθεση, ενορχήστρωση και τραγούδι των Παντελή Χατζηφραγκίσκου και Κυριάκου Κουταλιανού και παραγωγή της Sound masters Ltd.
Εργογραφία
- Το 1990 συμμετέχει σαν στιχουργός με το τραγούδι “Του Έρωτα τα κάστρα” στον δίσκο του Αλέξη Βασιλείου Είμαι Κύπριος εγώ.
- Το 1991 κυκλοφορεί ο δίσκος Ο Μάριος Μελετίου συνθέτει για τη Θεανώ με 2 τραγούδια σε στίχους Χριστάκη Κυπριανού: “Μην έρθεις” και “Είσαι το φως”.
- Το 1993 συμμετέχει ως στιχουργός με το τραγούδι “Εσύ, αγαπούλα μου” στον δίσκο του Τίμου Γαλανού Δεν συγκρίνεσαι.
- Από το 2011 ξεκινά συνεργασία με την εβδομαδιαία εφημερίδα Το Κυπριακό Ποντίκι, δημοσιεύοντας ένα δικό του ποίημα κάθε βδομάδα μέχρι και σήμερα (2020).
- Τον Ιανουάριο του 2018 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Η υπόσχεση (Κυπριακά ποιήματα).
- Τον Ιανουάριο του 2018 κυκλοφορεί σε CD η συλλογή Το χωρκατούιν, με 6 τραγούδια σε μελοποιημένη ποίησή του. Τα 5 είναι από την ποιητική συλλογή Η υπόσχεση.
Δείγματα Γραφής
Η βέρκα του παπά Κωστή
αρκοελιάν μυρίζει
με χάριν τζιαι με λεβεντιάν
βαστά την τζιαι γυρίζει.
Η βέρκα του παπά Κωστή
εν ούλλη σκαλισμένη
τζιαι με μεάλην μαστορκάν
καλά βερνικωμένη.
Έσιει τζιαι κλώσια τ’ αλουπού
γυρόν της κρεμμασμένα
βαστά την ο παπά Κωστής
καλά τζιαι προκομμένα.
Μ’ άμαν θυμώσει νακκουρίν
τα φρύδκια του μαζεύκει
η βέρκα ποτινάσσεται
τζ’ αντιναχτές αρκέφκει.
Μια βλάφτει άλλη μια φελά
διά τζιαι δε φοάται
η βέρκα του παπά Κωστή
ποττέ της δεν τζιοιμάται.
Με τ’ αλακάτιν το παλιό
την πέτρινην τη βούρναν
τη βούφαν τζιαι τον αρκαλειό
την αλοιφτήν την κούμναν,
με το στρατούριν τζιαι το χτιν
το καππακλίν τ’ αρκάτη
το γανωμένον το χαρτζίν
το ματεμένον μμάτιν,
τη βούρκαν που ‘σιεν ο βοσκός
τη λάμπαν με φυτίλλι
του ποηνά ο μισταρκός
το κεντητό μαντήλι,
την ταπατζιάν τζιαι το σκαμνίν
το πήλενον τζιηβέρτιν
τζιαι της στετές μου το πλουμίν
το ποίημαν του Λιπέρτη,
με τούτα έζιουν στο χωρκόν
απού γεννησιμιού μου
τζιαι με κρασίν πολλά στερκόν
αφέντης του σπιθκιού μου.
Έν’ η παράδοση λαλούν
του Άγιου τούτου τόπου
εν το γρουσάφιν που θωρούν
μές την καρκιάν τ’ αδρώπου.
Με την κοφίνα την πλεχτήν
την κούζαν, το καλάθιν
με την πετρόχτιστη βραχτήν
τ’ αδράχτιν, το θερνάτζιν
με τες οκάες τζιαι το ζυν
το ξύλενον ρουκάνι
την μονοούπαν με βυζίν
τη σκάφην, το δρεπάνιν
τζιαι με τη βράκαν του παππού
το σήμαν του μουχτάρη
με το κρασίν του πιθαρκού
το μπρούντζενον καντάριν,
με το ουτζιάκκιν του καφέ
το ‘νίν, το σακκοράφιν
με την μερρέχαν την καφέ
τον μαστραππάν στο ράφιν
με τούτα ζιούσαμεν μιτσιοί
άρκοντες βασιλιάες
εμείναν μέσα στη ψυσιή
σαν φκιόρα στες αυλάες.
Έν’ η παράδοση λαλούν
του Άγιου τούτου τόπου
εν το γρουσάφιν που θωρούν
μες την καρκιάν τ’ αδρώπου.
Τα γρόνια πάσιν τζι’ έρκουνται
μιτσιοί τζιαι μιάλοι μάχουνται
να ποτυλίξουν το κουβάριν πον ομπρός τους.
Τζιαι να σταμπάρουν μονομιάς
τα μοιροχάρκια της καρκιάς
να πιλαντζάρουσιν τον κόσμον το δικόν τους.
Που το ‘κοστέσσερα τζιαι δα
ένας λεβέντης ξυμουττά
τζιαι οι λαόνες αφουγκράζουνται τα όρη.
Της Μαδαρής οι ξισταρκιές
του Νετοικού ποταμωσιές
πιάννουσιν φως που μέσα στου μμαθκιού την κόρη.
Σαν το φιτύλλιν του πουρκού
που φέγγει στράτες του χωρκού
βκαίννει το φως που λάμνει μέσ τα σωθικά του.
Λάμπουν κρατόνια τζιαι λαξιές
αμπέλια, ρόδα τζι’ αθασιές
λάμπουν ελιές που ξεγγεννούσιν τα λιοχώρκα.
Λάμπουν σιτάρκα τζιαι σπαρτά
τριφύλλια σύκα τζιαι κουτσιά
τζιαι πα’ στους όχτους οι ροδκιές γεμάτες ρόδκια.
Λάμπουν τα ρίφκια στο μαντρίν
που τον τζιαιρόν που ‘σιεν λιγκρίν
σιήνες, παπήρες που γυρίζουν τα χωράφκια.
Λάμπουν πεζούνια που πετούν
τζι’ όπου τα πόδκια του πατούν
αθθίζουν φκιόρα στα δικά του τα ττεράφκια.
Ήρτασιν δύσκολοι τζιαιροί
τέσσερα γρόνια φυλακή
εγγλεζοσιέρκα τον εμπήξαν με το ζόρι.
Τζι’ αστράψαν τότες τα τζιελιά
ήτουν για ούλλους η φωλιά
ήτουν ο μάστρος π’ οδηγούσεν το βαπόρι.
Της λεφτερκάς το τίμημαν
πιερώνει όποιος πολεμά
τζι’ όποιος αντέχει το σιειμώνα με τα σιόνια.
Τα παραπούλια του κλουθούν
βρίσκουν νερόν για να λουθούν
άσιερον για να τζιοιμηθούν που μεσ’ τ’ αλώνια.
Για γρόνια πράσινον γρυσόν
έβκαλλεν στον ελιόμυλον
πέτρα του μύλου τζι’ η καρκιά του τζιαι το γαίμαν.
Ώσπου τον ήβρεν το κακόν
τζιαι το φιτύλλιν στον πουρκόν
έλειψεν τζι’ έμεινεν οσσιός δίχως κανέναν.
Μα ‘μείναν οι πατημασιές
π’όν τες ισβήνουν οι βροσιές
να τες θυμούνται για γενιές σαράντα έξι.
Έκλεψεν φως ο ουρανός
ο πιο πολύτεκνος τρανός
Αντρέας φως των Αγριδκιών που ‘ννα μας φέξει.
Αφιερωμένο στον πατέρα μου, Αντρέα Κυπριανού, γνήσιο αγωνιστή του απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959,
του εμπνευστή και του εκ των συνιδρυτών της Οργάνωσης πολυτέκνων Κύπρου.
Έπιασα χωματόστραταν
τζι’ επήα εις τη Χώραν,
εκράτουν τζαι στα σιέρκα μου
αβρόσιηλλους για φκιόρα.
Άμα με είδαν είπασιν
καλώς το χωρκατούιν
με τ’ άσπρον το πουκάμισον
το μπλε το γελεκκούιν.
Ώρα καλή σας είπα τους
τζι’ αρκέψαν να γελούσιν
είδαν τζιαι τους αβρόσιηλλους
τζι’ αρκέψαν να σφυρούσιν.
Ρε χωρκατούιν, έλα δα
είπεν ο πιο μεάλος
πούλα μου τους αβρόσιηλλους
να μέν τους έσιεις βάρος.
Τζιαι ποιος σου είπεν πως εγιώ
θέλω να τους πουλήσω;
σε τζιείνην πο’ χω στην καρκιάν
εγιώ ‘ννα τους χαρίσω.
Έν έσιεις εις τους τόπους σου
τραντάφυλλα να φέρεις
τζι’ έφερες τους ,
βρωμούσιν λλίον ξέρεις.
Είντα που θέλεις να μου πεις
τζι’ ούλλοι γυρόν γελούσιν
τα φκιόρα που ‘σιεις μέσα σου
εν τζιείνα που φελούσιν.
Τζιαι τότες εσσωπήσασιν
μπορεί τζαι να ντραπήκαν
το δειν τους έππεσεν χαμαί
τζιαι κότσιηνοι γινήκαν.
Παρά μαζί σας φίλοι μου
να ζιω σαν το τσουρούιν
κάλλιον ελεύτερον πουλλίν
τζι’ ας είμαι χωρκατούιν.
Τη νύχταν που ξεκίνησα τζι’ επήα εις τα ξένα
αππέξω που το σπίτι μου, δκυο μμάθκια είδα κλαμένα.
Τζιαι μιαν σιαιρέτησην γλυτζιάν, που σιέρκα ροζιασμένα
παιδί μου λάμνε στο καλόν, τζιαι να ρωτάς για μένα.
Τζι’ έδωκα μιαν υπόσχεση πως πίσω εννά γυρίσω
τη μάνα μου που καρτερεί, ξανά να συναντήσω.
Κοσπέντε γρόνια πέρασαν, που ήμουν εις τα ξένα
τζι’ ήρτα ξανά στο σπίτι μου, μα εν ήβρα κανένα.
Σαν γύριζα ποτζιεί ποδά, είπαν μου στο σκολείον
πως μια δασκάλα είδεν την, μες το γεροκομείον.
Τζιαι η δασκάλα είπε μου, έθθα την αγρονίσεις
τζιαι σφίξε τζι’ άλλον την καρκιάν άμα τη συναντήσεις.
Παιδίν τη μάναν ήβρεν την, αμμά ’ντζιαι μίλησέν του
τζιαι δάκρυν που τα μμάθκια της, ευτύς εχάρισέν του.
Βασιλικός εμύρισεν που είσιεν στη αυλήν της
τζι’ ύστερις αναπαύτηκεν για πάντα η ψυσιή της.