ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΕΒΙΤΑ

H Εβίτα Κωνσταντίνου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λεμεσό όπου και κατοικεί με τον σύζυγό της και τα 3 τους παιδιά.

Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και εργάζεται εδώ και είκοσι  χρόνια ως δασκάλα σε Δημοτικά Σχολεία.

Με την ποίηση και τη συγγραφή άρχισε να ασχολείται από τα παιδικά της χρόνια γράφοντας στίχους τόσο σε ελεύθερο όσο και σε παραδοσιακό στίχο.

Το ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον της στρέφεται στην Κυπριακή ποίηση και διάλεκτο (τσιαττιστά).

Εχουν μελοποιηθεί αρχικά, από την Ποιητική της Συλλογή, 7 ποιήματά της από το συνθέτη Ιωάννη Χατζή, που κινούνται το καθένα σε διαφορετικό ύφος, καλύπτοντας έτσι ένα μεγάλο εύρος μουσικών ακουσμάτων. Κυκλοφορούν ήδη σε μουσικό δίσκο με τίτλο: «Σαν Χαρταετός» που συνοδεύει την πρώτη της Ποιητική Συλλογή «Χαρταετού Ανάβαση».

Τα 2 τελευταία χρόνια ασχολείται και με τη στιχουργική έχοντας γράψει μέχρις στιγμής συνολικά 15 τραγούδια και έχοντας αναπτύξει συνεργασίες και με κύπριους συνθέτες.

Η ποιητική της συλλογή είναι εγκεκριμένη από το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου και εντάσσεται στο υλικό των σχολικών βιβλιοθηκών.

Ως ανήσυχο πνεύμα που είναι, συνεχώς επιμορφώνεται και εξελίσσεται παρακολουθώντας συνεχώς διάφορους κύκλους εργαστηριακών μαθημάτων συγγραφής, ποίησης και παιδικής Λογοτεχνίας.

Συμμετέχει ενεργά σε διάφορες κοινωνικές, φιλανθρωπικές και πολιτιστικές δράσεις σε όλη την Κύπρο.

Είναι εγγεγραμμένη στην Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου – ΕΛΚ, στο Σύνδεσμο Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου Κύπρου, στην Εταιρεία Λογοτεχνών Λεμεσού- Βασίλης Μιχαηλίδης και στον Όμιλο Λογοτεχνίας και Κριτικής (ΟΛΚ).

Από το 2021 ανήκει στο συγγραφικό δυναμικό του Εκδοτικού Οίκου Χρόνος Εκδόσεις. Κυκλοφορεί ήδη από τις Χρόνος Εκδόσεις το Οικολογικό της Παραμύθι με τίτλο: ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙ σε εικονογράφηση Χρίστου Χρίστου.

Το παραμύθι είναι και αυτό εγκεκριμένο από το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου και εντάσσεται στο υλικό των σχολικών βιβλιοθηκών. Συμμετείχε πρόσφατα στην 60η Διεθνή Έκθεση Παιδικού Βιβλίου στη Bologna στην Ιταλία (6 – 9 Μαρτίου 2023).

Εργογραφία:

  1. 2021,Χαρταετού Ανάβαση (αυτοέκδοση)
  2. 2021, Διηγήματα της Άμμου ( συλλογικό – εκδ. Παράξενες Μέρες ) με τα έργα: Γκρίνια Εντ, Βρωμόχορτο τέλος,
  3. 2021, Παραμυθούγεννα ( συλλογικό – εκδ. 4e project ) με το έργο: Το όνειρο της άσπρης κάλτσας
  4. 2021, Λογοτεχνικό Ημερολόγιο 2022 (συλλογικό – εκδ. Κέφαλος) με τα έργα : Πυρός Διαφυγή, Συμφέρον Μπέρδεμα, Γροθιά στο στομάχι
  5. 2022, Ποιητικό Λεύκωμα 2022 ( συλλογικό – εκδ. Κέφαλος) με τα έργα: Τεστ Αντοχής , Χρονοκορνίζα, Οδηγίες Χρήσεως Αγκαλιάς
  6. 2022, Παραμύθι, Δεν Είμαι Σκουπίδι, Χρόνος Εκδόσεις
  7. 2023, e-book, CONFESSIONS , OPA Poetry Universal Anthology (συλλογικό)
  8. 2023, Κυπριακή Φιλολογική Πρωτοχρονιά ( 8ος τόμος), ( Συλλογικό – ετήσια έκδοση Ε.Π.Ο.Κ)

*Το 7-8 αναμένονται να κυκλοφορήσουν το επόμενο δίμηνο

Δημοσιεύσεις:

  1. Λογοτεχνικό Περιοδικό Ανεράδα
  2. Λογοτεχνικό Περιοδικό Θρυαλλίδα
  3. Λογοτεχνικό περιοδικό Κέφαλος
  4. OPA Poetry Archive (Παγκόσμια Ποιητική Εφημερίδα)

Το παραπέτασμα της σιωπής

εσχίσθη

μιας σιωπής που ναρκωμένη ήταν

για χρόνια

μιας σιωπής με υποψία ενοχής

ντυμένη

μιας σιωπής που η ντροπή

ανάγκασε να θάψει.

Στο ψέλλισμα της πρώτης λέξης

ετρομάξαν

ψηλά ιστάμενοι στον χείμαρρο παρασυρθήκαν.

Σεισμός το γκρέμισε συθέμελα

το οικοδόμημα της βέρας ντομπροσύνης.

Η βρώμα τελικά απεκαλύφθη

και ήταν πολλοί οι έχοντες

ανάμειξην μεγάλην.

Το χέρι όσοι απλώσαν

Θεία Δίκη

αργά ή γρήγορα να ξεριζώσει,

φτάνει το έρμο στόμα να μιλήσει

Και επιτέλους η ψυχή να ηρεμήσει.

Μην επιρρίπτεις σαυτόν ευθύνες

για να φορμάρεις τα ανήκουστα

τα πάθη.

Το άγγιγμα του σκότους απετάξου

ήταν και είναι δια παντός διεφθαρμένο.

(Χαρταετού Ανάβαση, 2021, σελ.46)

Μεθυστικότερη των ρόδων η ευωδία

νυφιάτικη ταιριάζει ναν’ η όψη

ψηλό, κομψό μα κι άγριο

των βουνών μας

γενναίο ματσικόριδο.

Στη μέση ο ήλιος σου κιτρινωπός

ευθύς με υπνωτίζει αφανέρωτα

με ταπεινό μονάχα του σκοπό

να τιθασέψει τη φουρτούνα της ψυχής

να ταξιδέψει αλέγκρο στις αισθήσεις.

Μανουσάκι ή μυρσίτζι

νάρκισσος ή ματσικόριδο

είσαι της ομορφιάς αυθεντικό

μα και συχνά

της θλίψης μου σκληρό ναρκωτικό.

Της πίκρας βάλσαμο

και της ζωής η ελπίδα

αγάπης σύμβολο και γόνιμη αρχή

ματαιόδοξε του χρόνου εσύ κυπελλοφόρε.

Ω ντελικάτο ματσικόριδο

μα του χειμώνα φιγούρα ανθεκτική

της ίασης προσφέρεις θεραπείες

και της ψυχής ταχύτατο ειρμό

Την όσφρηση γλυκά μεθάς με ευωδίες

Ω ματσικόριδο θερμά σ ‘ευχαριστώ.

 

(Χαρταετού Ανάβαση, 2021, σελ.47)

 

Σώπασε μου λες

κουβέντα αλλάζεις

τα θέλω μου αψηφάς

κι αλλού τις λέξεις βάζεις.

Αν τις αθροίσω τις σιωπές

αν πούνε και τρομάξουν

έξω θα βγούνε στις αυλές

πρόσεξε θα μ’ αρπάξουν.

Θα σταματήσω να μιλώ, να νιώθω , να χαλιέμαι…

 

(Χαρταετού Ανάβαση, 2021, σελ.40)

Ουρλιάζει ο λύκος μιας σιωπής

χορεύουνε οι σαλεμένοι

στήνει ο έρωτας γιορτή

και πάμε πάλι απ` την αρχή.

Πανσέληνος…

φως του πάθους και σκότος του λάθους,

φως που ξυπνάει τ’ αγρίμια της ψυχής μου

φως που φτηνά ονειρεύεσαι αλλόφρονα εαυτέ μου.

Πανσέληνος…

Είναι το φως σου δυνατό

σεντόνι ασημένιο γαργαλάει τη νύχτα

πέπλο που κρύβει

κραυγές και πληγές.

Πανσέληνος…

Διαφεντεύει τη διάθεση

φεγγάρι ανόητο

μπαλόνι του ονείρου

δώσε μου πίσω τη χαμένη γαλήνη.

Πανσέληνος…

 

(Χαρταετού Ανάβαση, 2021, σελ.29)

Λαβωμένη πατρίδα

από παντού σου μπάζει πια η μπόχα

το ψόφιο της αξιοπρέπειάς σου

βρώμισε ανεπιστρεπτί.

Ξέβαψε το αίμα των παλικαριών σου

Άκου τα κόκκαλά τους που τρίζουν

Άκου το μοιρολόι των μανάδων τους

Άδικη αποδείχθηκε η θυσία.

Για ένα πουκάμισο που έμεινε αδειανό

κενό από αξιοπρέπεια

Μα γεμάτο γνήσιο πόθο για τη Λευτεριά

και κολλαριστά φινετσάτο για πούλημα.

Άκου τα τριάκοντα αργύρια που κουδουνίζουν προδοσία

μην κλείνεις άλλο τ’ αυτιά σου

κοίτα στη δική σου τσέπη

πριν βιαστικά με στόμφο να αποφανθείς.

(Χαρταετού Ανάβαση, 2021, σελ.19)

Γλυκός να ‘ναι ο ύπνος σου

μικρό τριανταφυλlάκι

πουλάκια να σου τραγουδούν

κι άγγελοι να σου ψέλνουν.

 

Κι η Παναγιά από ψηλά

χαμογελά και σκέπει

τα βήματά σου τα μικρά

στο δρόμο σου και φέγγει.

 

Γλυκά να ‘ναι τα όνειρα

χαρά μου κάθε βράδυ

κι ατάραχος ο ύπνος σου

σαν πέφτει το σκοτάδι.

 

Στην αγκαλιά μου σε κρατώ

κούρνιασε και κοιμήσου

ένα φιλάκι στα μαλλιά

κι η αγάπη μου δική σου.

 

Γλυκός να ‘ναι ο ύπνος σου

μικρή πεταλουδίτσα

δώσε μου το χεράκι σου

γιατί είσαι μια σταλίτσα.

 

Κοιμήσου και μη σκιάζεσαι

μην τύχει και φοβάσαι

στο λέω να μη νοιάζεσαι

μονάχη σου δε θα ‘σαι.

 

Σφάλισε τα ματάκια σου

ως να ‘ρθει η αυγούλα

στο πλάι σου θα κάθεται

για πάντα η μανούλα.

 

(μελοποιημένο – Χαρταετού Ανάβαση, 2021, σελ.65-66)

Μανούλα μεν μου λυπηθείς αν ππέσουν τα μαλλιά μου

μαζί τους παίρνουν μακριά ούλλα τα δάκρυά μου.

 

Αφού το είπεν ο γιατρός εν να βλαστήσουν πάλε

μιαν θεραπείαν κάμνει μου τα δυνατά σου βάλε.

 

Είπεν πως την αρρώστια μου λαλούσιν την καρκίνο

τ’ όπλο του πολέμου του εν θετική να μείνω.

 

Εν να ‘ρτουν όμως τζιαι στιγμές δύσκολες τζιαι γεμάτες

πον να πονώ, θα με τρυπούν τζιαι δε θα εν απάτες.

 

 

Μπορεί να κλαίω, να ζητώ να μου κρατάς το σιέρι

τζιαι ξέρω το θα νώθεις πως μπήουν σου το μασιαίριν.

 

Αν χρειαστεί να βασιστείς εις το νοσοκομείο

μεν φοηθείς αν με κρατούν τζιαι δεν μπορώ να φύω.

 

Στες νοσοκόμες, στους γιατρούς έσιε εμπιστοσύνη

εν την ελπίδα που κρατούν πον θέλω να μας σβήνει.

 

Απελπισία αν θωρείς που σένα για που μένα

στρέψε το βλέμμα σου ψηλά μεν αρωτάς κανένα.

 

Ο Πλάστης μας τζιαι ο Θεός θα δεις θα βοηθήσει

φτάνει την πίστη μας ποττέ κανένας μεν μισήσει.

 

Εν το σκαλί το πιο γερό τζιαι της ψυσιής αγκάλη

εν του Θεού παρηορκά σε μιας αρρώστιας πάλη.

 

Έτσι σε θέλω να σε δω να μεν τα βάλλεις κάτω

να στέκεσαι ο βράχος μου να μεν πιάσω τον πάτο.

 

Τούτο μου το χαμόγελο να αθθυμάσαι πάντα

ό,τι μας φέρει η ζωή σε τούτα τα συμβάντα.

 

Χαρούμενα προσεύκουμαι ναν’ τα παιδκιά του κόσμου

δώσμου τζιαι μένα δκυο φιλιά με μυρωδκιά του δκυόσμου.

 

Φέρμου μιαν φούσκα να κρατώ ψηλά με ανεβάζει

το πείσμα της το σταθερό στο όνειρο μου μοιάζει.

 

(ανέκδοτο)

Από τις φλόγες σαν άλλης Μικρασίας

πρόσφυγες κυνηγημένοι

αγωνιώδους Μαραθώνιου επιβίωσης.

Τρέχουν…μόνο μπροστά…πίσω δεν έχει…

Στο τέρμα η ελπίδα ενός πλεούμενου σωτηρίας…

 

Μπροστά, στο βάθος τους καλεί ένα αισιόδοξο ΙΣΩΣ…

Πίσω…θεόρατο πυρωμένο σύννεφο η μέχρι τώρα ύπαρξή τους…

Μέση; Μέση δεν έχει…σταματημό δεν έχει…

ούτε ανάσας, ούτε δισταγμού στιγμή.

Ώρα μηδέν…

Σταματημός ίσον θάνατος.

 

Η νύχτα πορφυρή φεγγοβολά αλλόκοτα.

Καπνός παντού, θολούρα, βρέχει στάχτες και κάρβουνα…

Δέντρα , ζώα ,σπίτια ,ξεκαπνίζουν αδιάκοπα σημαίνοντας το τέλος μιας ολόκληρης γενιάς.

Ένας ο δρόμος, θολός, μαυρισμένος, αβέβαιος.

 

Στο ίδιο κοπάδι, άνθρωποι ,ζώα, σε μια τραγική παρέλαση που οσμίστηκε το θάνατο και τρόμαξε.

Ασθμαίνουν, πασκίζουν να φτάσουν τη θάλασσα να γλιτώσουν

Τρέχοντας καλούν σε βοήθεια

Μία ή καμία βαλίτσα στο χέρι

Στοιβαγμένοι μέσα κόποι, μιας ζωής, σπίτια, αγαπημένοι.

Όλα βρεγμένα με το δάκρυ του πόνου

και τον αναστεναγμό μιας ανομολόγητης οργής…

 

(Λογοτεχνικό Ημερολόγιο 2022, Εκδ. Κέφαλος – συλλογικό έργο)

…Ήτανε βράδυ, ίσως και κοντά στο ξημέρωμα. Κοιμόμουνα, όπως , κάθε βράδυ στο δωμάτιό μου. Ήτανε ζέστη. Το θυμάμαι αυτό γιατί κράτησα το παράθυρο ανοιχτό.

Είχα ακούσει από το μεσημέρι τον πατέρα μου να τηλεφωνεί στο θείο και να ψιθυρίζει ανήσυχος.

Δεν κατάφερα ν’ ακούσω πολλά. Μόνο κράτησα μέσα μου το δικό του φόβο. Φαινότανε άλλωστε στον τόνο της φωνής του που δεν ήταν όπως όταν μας μιλούσε γλυκά κάθε μέρα με τη  μητέρα. Φαινότανε και στο βλέμμα του. Έμοιαζε τρομαγμένο ίσως.  Μου θύμισε τον εαυτό μου όταν έχω κάνει κάποια σκανταλιά και  φοβάμαι μην ξεσκεπαστώ. 

Μία πρόταση μόνο… «Λες να βομβαρδίσουν κι εμάς; Για αντίποινα» ;

 Δεν ξέρω τί είναι αυτά ούτε αν έχουν σχέση με την πείνα μου.

Αυτά είχα ακούσει και τρόμαξα , αλλά μετά ήρθε ο Ταλίμ και παίξαμε γι’ αυτό ίσως το ξέχασα. Ξάπλωσα τόσο κουρασμένος που αποκοιμήθηκα αμέσως…

Κρίμα…κι ήθελα το φιλί της συνηθισμένης μας καληνύχτας .

Ξύπνησα από συνεχόμενους δυνατούς θορύβους-εκρήξεις μάλλον…σειρήνες και μετά φωνές , κλάματα, πανικός…

Το δωμάτιό μου, ή μάλλον ότι απέμεινε απ’ αυτό είχε αρχίσει να καίγεται.

Έτρεξα…έψαξα τη μητέρα…τον πατέρα…το υπόλοιπο σπίτι…. Πού είχαν πάει όλα;…

 

(Απόσπασμα από το διήγημα Γροθιά στο Στομάχι, Λογοτεχνικό Ημερολόγιο 2022, Εκδ. Κέφαλος – συλλογικό έργο)

…Αυτό που με απασχολεί μέρες τώρα είναι άλλο.

Έρχονται Χριστούγεννα! Γιορτινοί στολισμοί δώρα, στολίδια, παιχνίδια.

Τουλάχιστον για τους περισσότερους…

Στο σπίτι της μαμάς Όλγας και του Θανάση τα τελευταία χρόνια τα Χριστούγεννα έρχονται μόνα, χωρίς τη συνοδεία τους, σκέτα σαν όλες τις καθημερινές μέρες.

Συχνά πιάνω με την άκρη του ματιού τη μαμά να μετρά και να ξαναμετρά κάτι κέρματα σ’ ένα μικρό κόκκινο πορτοφολάκι.

Την παρεξήγησα στην αρχή…νόμιζα δεν ήξερε να μετράει γι’ αυτό ξαναμετρούσε δυο και τρεις φορές. Μετά κατάλαβα…

Γι’ αυτό αποφάσισα φέτος, να κάνω κάτι σπουδαίο!! Ξέρω ότι το ταίρι μου δεν θ’ αντέξει για πολύ και ότι σύντομα χέρι -χέρι θα βρεθούμε στον απαίσιο σκουπιδοτενεκέ παρόλο που εγώ ακόμη αντέχω. Βλέπεις κάποια πράγματα πάνε πάντα δύο-δύο.

Πρέπει λοιπόν πριν τελειώσει η πολυτάραχη ζωή μου να δώσω μια τεράστια χαρά κι ας είναι η  τελευταία μου ευκαιρία, κι ας θυσιαστώ μια ώρα νωρίτερα. Όνειρο το ‘χα πάντα να γίνω μια όμορφη ,κόκκινη ,Χριστουγεννιάτικη κάλτσα γεμάτη γλυκά και δώρα που θα κάνω το αφεντικό μου να τσιρίξει από χαρά!

Αυτό θα κάνω λοιπόν! Πώς; Όλα τα σκέφτηκα! Ακούστε το σχέδιό μου!…

 

(απόσπασμα από το παραμύθι Το όνειρο της άσπρης Κάλτσας- Συλλογή Παραμυθιών Παραμυθούγεννα 2021, εκδ. 4e- project, συλλογικό)

Γυρίζει η αγάπη σου στο νου μου κάθε ώρα

τες σκέψεις μου πολιορκεί σαν μια μιάλη μπόρα.

 

Τζιν’το φιλί σου το γλυτζιί θέλω το λαχταρώ το

εν κάμνω εγιώνι δίχα σου είπα σου καρτερώ το.

 

Γυρεύκω μιαν περίσταση μιτά σου να συντήχω

το τέρτι που με τυραννιεί πέρκιμον το πετύχω.

 

Έμπηκες μέσα στην καρκιά εγίνηκες κουρσάρος

τζι εγιώ παντού γυρεύκω σε σαν ποσταμένος γλάρος.

 

Τα μμάθκια σου εθκιώξαν μου τον ύπνο μου τες νύχτες

βρίσκει με το ξημέρωμα όπως τους διαρρήκτες.

 

(ανέκδοτο)

Μέρα λαλούν της δίαιτας η Καθαρά Δευτέρα
με χόρτα εις την εξοχήν στον καθαρό αέρα.

Έσιει το λεν’ το έθιμο την μούττη της να κόψουν
έτσι αρκινά Σαρακοστή αν θέλουν να προκόψουν.

Πετούσιν τζιαι χαρταετό συνάουν τζιαι φκιορούθκια,
τζιαι ψήνουσιν πας την φουκούν κάθε λοής ψαρούθκια.

Βαφτίζουν τα νηστίσιμα, τζιαι σπάζουν που την μάσαν
τσιλλούν τζιαι κάμποσο κρασί τζιαι μπύρες καμιάν κάσιαν.

Καπνίζουν οι φουκούες τους που το πουρνόν ως δείλι
τσιμπούν με την πιρούναν τους, κάφκουνται πας τα σιείλη.

Τάσσιη, λαγανά, ταραμά, βουττί τζιαι βούκκον βάλλουν,
μα κλώστηκεν τους τ’ άντερον λαλούν τζιαι υπερβάλλουν.

Πόπαστον τρώσιν ππακλαβάν, χαλβά τζιαι κατε’ί’φι,
μα σκέψεις κάμνουν για τταβάν τζιαι για ψημένον ρίφιν.

Ούλλοι μας έτσι κάμνουμεν, νηστείαν, χταποδάκια
τζι άμα νυχτώσει θέλουμε μιαν μιξ τζιαι μια σουβλάκια.

Δευτέρα ήτουν της Καθαρής τζιαι φέτος ρε κοπελιά,
μάσαν, καθίσιν, τραουθκιάν τζιαι χώνεψιν τ ‘αγρέλια.

(Χαρταετού Ανάβαση, 2021, σελ.83)

…Α-γα-πη-μέ-νο μου η-με-ρο-λό-γι-ο,

Σου γρά-φω σή-με-ρα στρι-μωγ-μέ-νη στο βά-θος ε-νός βρω-με-ρού σκου-πι-δο-τε-νε-κέ.

Πε-ρί-με-νε μια στιγ-μή γιατί -τί μου γαργαλάει το αυτί μια σά-πια μπα-να-νό-φλου-δα.

Είχα που λες σήμερα μια απίστευτη μέρα, τόσο χάλια που ακόμη τρέμω απ’ τα νεύρα μου. Νομίζω ότι κι εσύ ήδη έχεις πολλές απορίες.

Ακούς εκεί να με πετάξουνε εμένα; Τη Ρόζα;

Το μπουκάλι του ροζέ κρασιού;

Τέτοια κοπελάρα, πριγκηπέσσα;

Εμένα βρε, αλήθεια;

Ναι, σωστά κατάλαβες! Έχω πολλά νεύρα, ναι. Είμαι σε αληθινό σκουπιδοτενεκέ, ναι. Πάει η ομορφιά ,το μεγαλείο μου και τα όνειρα που έκανα για μια γυάλινη καινούργια ζωή!…

 

(Απόσπασμα από το Παραμύθι Δεν είμαι σκουπίδι, Χρόνος Εκδόσεις 2022)

Του Ήλιου το πετούμενο ήτουν το ριζικό σας

αντί πετάσι της χαράς εγίνην το θαφκιό σας.

 

Τόσες ψυσιές λαμνίσασιν να παν να δκιανευτούσιν

μα ούτε το φαντάζουνταν πως ήταν να χαθούσιν.

 

Δεκάξι γρόνια ρέξασιν που τζιν’ τη μαύρη ώρα

έδισε κόμπο τη ψυσιή μοιρολοεί η χώρα.

 

Μωρά που μείναν ορφανά σόγια ξεκληριστήκαν

ούλλοι στενοί οι συγγενείς εκλαίαν τζιαι φυρτήκαν.

 

Είπαν πως είσιεν πρόβλημα μάσκες πέφταν που πάνω

το οξυγόνον έλειψε αλλάξασιν το πλάνο.

 

Κουτσά στραβά εφτάσασιν πόξω που την Αθήνα

μα εν εμείναν καύσιμα  έσβησεν η τουρμπίνα.

 

Φαμίλιες τζιαι αντρόυνα με μάσκες μουδιασμένοι

εγύρασιν να τζοιμηθούν εμείνασιν φυρμένοι.

 

Εβούττησεν σαν αετός πάνω που τα λιβάθκια

σπίθκια όσσον τζιαι πόφυεν εγίνηκε κομμάθκια.

 

Φωθκιές ,αδρώποι, πράματα εν τους εξεχωρίζαν

ο Ήλιος τους εβούττησε καμένοι εμυρίζαν.

 

Εγίνην στο Γραμματικό ομαδική θυσία

τζιαμέ κάμνουν μνημόσυνο εκτίσαν εκκλησία.

 

Μαύρο Δεκαπενταύγουστο κάμνουσιν κάθε γρόνο

γονιοί ,παιθκιά τζιαι συγγγενείς που’χουσιν τούντον πόνο.

 

Αιώνια  η μνήμη σας πετούμενα αστέρκα

σε κάθε σας επέτειο σταυρώνουμε τα σιέρκα.

 

(ανέκδοτο)