
Ονοματεπώνυμο: Κουκουμάς Ανδρέας (Κανάκης Άντης)
Κατηγορία: Ποίηση, Πεζογραφία
Έτος γέννησης: 1946
Τόπος γέννησης: Αμμόχωστος
Βιογραφικό:
Ο Άντης Κανάκης, ψευδώνυμο του Ανδρέα Κουκουμά, γεννήθηκε το 1946 στην Αγκαστίνα, κατεχόμενο χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου. Τέλειωσε το Β’ Γυμνάσιο Αμμοχώστου και σπούδασε Ιστορικές Επιστήμες στη Μόσχα. Ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα μαθητικά του χρόνια. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα, διηγήματα, λογοτεχνικά άρθρα και θεατρική κριτική σε περιοδικά και εφημερίδες. Ποιήματα και διηγήματά του συμπεριλήφθηκαν σε πολλές ανθολογίες και μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Εξέδωσε δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές και μία συλλογή διηγημάτων.
Εργογραφία:
- Στη Ματωμένη Κύπρο, 1975
- Μνήμη και Συνείδηση, 1977
- Γράφοντας Ιστορία, 1978
- Το Καράβι, 1980
- Συνεχίζουμε, 1982
- Αναδρομική Αντανάκλαση, 1985
- Μεσαρίτικα Μοτίβα, 1992
- Πράξη Αφαίρεση, 1995
- Χωρίς το ΑΝ, 1997
- Φωτεινή Γραμμή, 2000
- Χωρίς ομπρέλα, 2004
- Ποιήματα αγάπης και οδύνης, 2005 (στα Ελληνικά και Αγγλικά)
- Η Ρίζα (διηγήματα), 1986
- Ναζίμ Χικμέτ, (μελέτη), 2003
- 13η Παρουσία, 2008
- Μόσχευμα, 2013
Δείγματα Γραφής:
Θα περιμένεις πολύ
Τα γράμματά μου
Κι ίσως ποτέ να μην τα πάρεις.
Γιατί ο ταχυδρόμος τ’ άνοιξε
Κι έπεσε απ’ το άλογό του
βαριά πληγωμένος
από το βέλος
του δικού μας έρωτα.
Αυτά που είπαμε σήμερα
έπρεπε να τα πούμε χθες.
Αυτά που κάναμε σήμερα
έπρεπε να τα κάνουμε χθες.
Τα λόγια κι οι ενέργειές μας
δεν συμβαδίζουν με τον χρόνο.
Κυνηγούμε τον χρόνο
και δεν τον φτάνουμε.
Μα ο χρόνος σκληρός εκδικητής
λεπίδι αφήνει πίσω του
και μας κομματιάζει.
Κι όλο αναρωτιόμαστε
τις νύχτες μ’ αγωνία
—Πόσο ακόμα αίμα θα χρειαστεί
για να το φτάσουμε.
Κορίτσι
με το μαύρο μαντήλι
και τ’ όνειρο ξεραμένο
γαρούφαλο στον κόρφο.
Σου τ’ ορκίζομαι
να κυνηγώ τον φονιά
καβάλα στον άγριό μου πήγασο
με γιαταγάνι
το στίχο μου,
ώσπου ν’ ανθίσει
το γαρούφαλο στο στήθος σου.
Θα μιλήσει το γέρικο κυπαρίσσι.
Η αιώνια ελιά.
Το έλατο που μετράει τα χρόνια μας
την Πρωτοχρονιά.
Η μικρή βροχή του χειμώνα
κι ο καυτός ήλιος του καλοκαιριού
θα λένε την ιστορία μας
σ’ αυτούς που θάρθουν.
Και θάναι όλοι μια οικογένεια
με λεβέντες γιους κι όμορφες κόρες.
θα τραγουδούνε στις αυλές τραγούδια νέα
και θα τους φωνάζουνε
(Αχμέτ – Μαρία
Αϊσιέ – Ανδρέα).
Θα τους ιστορούνε το μίσος,
τους τόσους θανάτους που ο ξένος Ιάγος
μεταξύ μας προκάλεσε.
Ερχόμαστε
με τη φλόγα να καίει
στο μέτωπο.
Τα ξύλινά μας πόδια
κτυπούν ρυθμικά
στην άσφαλτο.
Κουβαλούμε μέσα μας
τη νύχτα.
Τ’ αστέρια τρεμοσβήνουν.
Κι εμείς ψάχνουμε να βρούμε πλάι τους
μορφές χαμένων
συντρόφων.
Το φεγγάρι
πίσω από το κύμα
μοιάζει με γυμνή
ματωμένη αγαπημένη.
Συνεχίστε τη σιωπή σας,
αν δεν σας αρέσει το τραγούδι μας,
εμείς θα προχωρήσουμε
να δώσουμε τη φλόγα
σ’ αυτούς που θάρθουν.
Κι εκείνοι στους άλλους.
Οι άλλοι στους άλλους…
Να καίει στους αιώνες.
Ενώ μυριάδες θα λένε
το τραγούδι μας.
Φαντάζεται
Σχεδιάζει
Υπολογίζει
πως να κτίσει
τη γέφυρα
πάνω
από το ορμητικό ποτάμι
που μας χωρίζει
Τις νύχτες
παλεύει με τις σκέψεις
πελεκάει τις λέξεις
κόβει χαλίκια.
Διεισδύει
στου νου του τα βάθη
για να βρει
τις πιο ανθεκτικές
ιδέες.
Έτσι
που η γέφυρα ν’αντέξει
στις αντιπαραθέσεις
στους διαξιφισμούς
στις βροντές
στους σεισμούς…
Για να επικρατήσει
στη σκηνή της
του πνεύματος το φως
ο διάλογος
που με πόνο
και μόχθο
να γεννήσει
ατόφιο το σπόρο.
Να τον ρίξει
στις απέναντι όχθες.
Για να βλαστήσουν
πολύχρωμοι κήποι
Όπου στις πλατείες τους
θα χορεύουν
θα τραγουδούν
και θα φιλιούνται
πάνω στη γέφυρα
όλα τα παιδιά
από Νότο
και Βορά.
Τα παιδιά
όλου του κόσμου.
Εμένα μη με γυρεύετε με τη φωτογραφία.
Πολλούς έτσι γυρεύουν. Μα κανένα δεν βρίσκουν.
Εμένα θα με βρείτε στον Πενταδάχτυλο
μικρό δεντρί μες στα πολλά,
καταπράσινο, μπροστά στον ήλιο την αυγή
γεμάτο χρυσοστάλες.
Μη με κόψετε όμως.
Αφήστε με να μεγαλώσω.
Να τραγουδάτε στον ίσκιο μου τα καλοκαίρια.
Μη με γυρεύετε με τη φωτογραφία.
Είμαι ένα ματσικόρυδο στη Μεσαορία.
Μη με κόψετε όμως.
Αφήστε με να μεγαλώσω.