ΚΑΙΜΑΚΛΙΩΤΗ ΑΓΓΕΛΑ

Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη γεννήθηκε το 1967 στην Αμμόχωστο. Είναι κάτοχος Πτυχίου Παιδαγωγικών και Μεταπτυχιακού Τίτλου στην Εκπαιδευτική Ηγεσία και Πολιτική. Έχει επίσης μεταπτυχιακές σπουδές σε θέματα διαχείρισης κρίσεων και διαμεσολάβησης. Είναι διευθύντρια σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, πρόεδρος της Πολιτιστικής Ένωσης Λάρνακας και αριστίνδην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Πολιτισμού για παιδιά και νέους. Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου (2017-2018).

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ
2011 Ξεκλειδώνοντας την Αλφαβήτα, Πήλιο
2012 Στιγμές Αλκυονίδες, Πήλιο
2014 Εκ του σύνεγγυς, Φαρφουλάς
2017 Αειθαλής θάλασσα, Μελάνι
2020 Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα, Βακχικόν

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
2011 Οι ψυχές βαδίζουν μόνες, Πήλιο

ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
2017 Izbliza, Treci Trg, Beοgrade (σερβικά)
2019 At close quarters, Toronto Canada (αγγλικά)

ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΣΕ ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ
2012 Poetic and visual routes on Aphrodite’s island, Ακτίς
2015 Pane e poesia, La Vita Felice
2016 Anthologie de la poésie chypriote contemporaine“, Editions Variations
2017 Ποιητικά πορτρέτα, εκδόσεις Πικραμένος
2018 Ανθολογία κυπριακής ποίησης, εκδόσεις Κύμα
2020 Σύγχρονοι έλληνες ποιητές, εκδόσεις Παππάς
2020 Στην γλώσσαν π’ αναγιώθηκα – Μικροφιλολογικά Τετράδια, Λευκωσία
2020 Ανθολογία Μικροδιηγήματος – Με μια Σχεδία, εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης

 

Δείγματα γραφής

1. Από την ποιητική συλλογή "Οι Πικροδάφνες θέλουν κούρεμα", Βακχικόν, 2020.

Κάθε που άλλαζε ο καιρός

συνήθως τον Οκτώβρη

τον έπιανε μελαγχολία.

Αποτραβιόταν στο γιαλό

και σιωπούσε.

Όταν επέστρεφε

με γκρίζα μάτια βορινά

ρωτούσε:

“Άραγε βρέχει στο Καρπάσι;”

Όταν ανοίξαν τα οδοφράγματα

τους πήραν εκδρομή

στο μοναστήρι τ’ Αποστόλου.

Έκτοτε δεν ξαναρώτησε.

Πήγανε.
Κι όταν επέστρεψαν αρρώστησε.
Και δεν τον άφηνε ο Πενταδάκτυλος
να κλείσει μάτι.
Κάθε που βράδιαζε δυο μαύρα κυπαρίσσια
στέκονταν μες στο φως του.
Και δεν τον άφηναν τα βράχια
να μιλήσει
καθώς είχαν σφηνώσει στο λαιμό
όλα τα κάστρα του βουνού.
Κι ούτε να ακούσει πια μπορούσε
αφού οι σκιές του τόπου πυροβολούσαν
ανελέητα το μυαλό του.
Ήθελε να μην είχε επιστρέψει.

 

Όταν εκφωνούνται
τα μεγάλα λόγια
στους μεγάλους ναούς
οι αγνοούμενοι
στα μικρά τους φέρετρα
δολοφονούνται
με μικρές επαναλήψεις.

Πάντα ένας Ισκαριώτης
μας βγάζει από τη δυσκολία
αναλαμβάνοντας αυτός το χρέος
να οδηγεί στα πάθη
και στην αιώνια δόξα
τους Χριστούς του κόσμου.
Να διευκολύνει την υποκρισία
του κομπάρσου πλήθους
στο αλισβερίσι.
Να καίγεται στο πυρ
του ενός φιλιού που ένωσε
το Θάνατο με την Αθανασία.

Ο χρόνος αργά
κυλιόμενη σκάλα
στήνει καρτέρι
τα βουνά διασχίζει
στα κρησφύγετα.

Ο αγέρας αργά
ορεσίβιος ήχος
με δόρυ στο χέρι
μυστικά βηματίζει
τον πυρρίχιο.

Το χώμα αργά
αρχαία σκουριά
επιτάφιο λημέρι
το αίμα χρυσίζει
ερυθροκαίει.

Κι εσύ Γρηγόρη
καλύτερα μην.
Καλύτερα μην
ξυπνήσεις ακόμη.
Αργεί πολύ.
Αργεί η Ανάσταση.

 

Περιεχόμενο Ακορντεόν

2. Από την ποιητική συλλογή «Αειθαλής Θάλασσα», Μελάνι, 2017.

Νερό και χώμα για το ποίημα
να πάρει σώμα στον τροχό
τα χέρια να του δώσουν σχήμα
να γίνει πλάσμα ζωντανό.

Γυρίζει ο δίσκος πήλινο θραύσμα
στην πεθαμένη Σαλαμίνα
βαθιά στο στόμα κρύβω το τραύμα
το εναποθέτω σε μια βιτρίνα.

Στον κλίβανο το ποίημα εξαγνίζω
με αλοιφές που αντέχουν προδοσία
αγγείο βαθύ οξυπύθμενο σκαλίζω
περιρραντήριο για τη λατρεία.

Έχω ένα ποίημα πήλινο
βαθύ και το λαξεύω
η σπείρα και ο μαίανδρος
κρατούν το αποτύπωμα.
Δεν θα χαθώ εις τον αιώνα.

Κραδαίνω καπνιστήρι πήλινο το ποίημα
θυμίαμα η μνήμη αιμορραγεί
με καθαιρεί και με καθαίρει.

Είμαι διάτρητο αγγείο
φλοίσβος σε λήκυθο λευκή
πλάσμα και πλάστης.

Είμαι η Κύπριδα – Δεν θα χαθώ.

Γυρνώ ανυπόδητη το καλοκαίρι
μαζεύω φως που περισσεύει
πλέκω δερμάτινο χιτώνα
να ντύνω το γυμνό χειμώνα.

Έχω ένα σώμα κήπο
μέσα του μεγαλώνει
ρόδο δαμασκηνό
πέταλα ανοίγει φέγγει
σπηλιά θαλασσινή
γεύση αρμυρή χρυσή
βροχή με πλημμυρίζει.

Ζεστός ο γαλαξίας
στα πλάτη χύνεται
αφήνοντας γεύση βυθού
στην τρικυμία
κι εσύ γλαυκός
ο σύμπας κόσμος
καλπασμός κυμάτων
στο ναό μου.

Επειδή είμαι η θάλασσα
κι εσύ ο ουρανός
και στον ορίζοντα
το σμίξιμο μας ανατέλλει
γίνομαι ποίημα πύρινο.

 

Κατηφορίζουνε οι άνθρωποι
σαν τα ποτάμια προς τη θάλασσα.
Φωνές κυλούν μαζί τους ακατάλυτες
βότσαλα και κλαδιά
τα σπίτια τους δεμένα
στις σωσίβιες σκέψεις
επιπλέουν
μια ιστορία επιστροφής
επιστροφή δεν έχει.
Κατηφορίζουνε οι άνθρωποι
μαζί με τους χείμαρρους
των ζεστών ονείρων τους
θαλασσοδέρνονται
κουφάρια μέλλοντος αιώνος
πλάι στους αμφορείς
της αιωνίου κολάσεως
θαλασσοπνίγονται.
Οι άνθρωποι μπαίνουν αμίλητοι
σε μια πινακοθήκη ζώντων εκθεμάτων
ή ένα μουσείο αποδημίας.
Οι άνθρωποι μπαίνουν αγέλαστοι
σε μια βαρκούλα ή ένα ναυάγιο
τους εκλεκτούς θαμώνες των χρωμάτων υποδύονται
τους υψηλούς προσκεκλημένους των κυμάτων.
Κρατούν στο χέρι το ποτό της ιστορίας
και διατρέχουν τις εξόδους σαστισμένοι
κραδαίνοντας τους οδηγούς και τις βιογραφίες
στους ώμους τα παιδιά και το νεκρό πατέρα τους.
Με δέος παρακολουθούν μια γέννηση
ένα χορό ή ένα θάνατο.
Ύστερα σμίγουν άγρια με το πλήθος
σε μια επανάσταση εκ του μακρόθεν
συνομιλούν τηλεπαθητικά στις γκρίζες ζώνες
φωνάζουν σιωπηλά συνθήματα
φέρνουν μαζί το σώμα τους ψηφιακό.
Τυχαίνει βέβαια κάποιοι χωρίς απώλειες
να βγαίνουν από τα πεδία σώοι
να φεύγουν κάθε που βραδιάζει.
Δεν με φοβίζει το σκοτάδι στο μουσείο
αντίθετα το απολαμβάνω καθώς κι άλλες γυναίκες
του νησιού έρχονται να με συνοδέψουν
η Ουρανία από Καρπάσι
η Ούμ Χαράμ από το Κίτιο
η Αροδαφνούσα απ΄την Καντάρα
η Παναγιά η Κανακαριά η Αφέντρικα
«Θα πάμε;» με ρωτούν.
«Μα ήδη φτάσαμε» απαντώ.

3. Από την ποιητική συλλογή «Εκ του Σύνεγγυς», Φαρφουλάς, 2014.

Παιδί στο προσφυγόσημο
ξυπόλυτο σαράντα χρόνους
ρακένδυτο και δακρυσμένο
πλάι στο συρματόπλεγμα
θέλει ελεύθερο να περπατήσει
να ζήσει θέλει
να ξεκολλήσει επιτέλους
την παιδική ψυχή από το έρεβος.
Εκατομμύρια γράμματα συνόδεψε
σε φάκελους σημαδεμένους.
Δεν ωφελεί.

Απερίσκεπτα
Απενεργοποίησες τη μνήμη
Αδρανοποίησες τη φωνή
Ακύρωσες τη ζωή σου
Δεν τόλμησες
το Α το στερητικό
στη λήθη να προσάψεις
Φοβήθηκες μη γίνεις αλάτι
σαν τη γυναίκα του Λωτ

Διανύεις αποστάσεις επί τόπου
κρατώντας πυξίδα ένα μισοφέγγαρο ήλιο
που ανατέλλει και δύει μαζί σου.
Φαύλη ανακύκλωση.
Πορεύεσαι
εναποθέτεις ελπίδες
μνήμες ανακαλείς.
Πορεύομαι πλάι σου κι εγώ.
Δεν ξεχνώ αλλά ούτε και θυμάμαι.

Οι σειρήνες
ήχος μνημόσυνος
μνήμες ερινύες
ερινύες μοίρες
μοίρες ερπύστριες.
Παρελθόν αγνοούμενο
παρόν εγκλωβισμένο
μέλλον αιχμάλωτο.
Δύναται ο ήχος
να πυροδοτήσει τη μνήμη;
Ιούλης καύσωνας
Κατακτητής.
Ελέω λειψυδρίας
λειψανδρίας προπάντων.
Μονόλεπτη σιγή
μονόλεπτη ντροπή
μονόλεπτος σκασμός.
Ύστερα
ψυχές ρακένδυτες
μπάνια στις παραλίες.

Μετά από κείνη
την ειρηνική επέμβαση
καπνίσαμε οι περισσότεροι
το τελευταίο μας τσιγάρο.
Έκτοτε κυκλοφορούμε φαντάσματα
στο θίασο του Καραγκιόζη.
Τα βράδια μετά την παράσταση
κοιμόμαστε ανάλαφρα
στα όνειρα των παιδιών
κρατώντας σφικτά
παραμάσχαλα τις ενοχές μας.

Όλα τα δώρα
ο Αύγουστος τα έφερε.
Το κόκκινο
του έρωτα και της φωτιάς.
Το μαύρο
της προσφυγιάς και του θανάτου.
Το γαλανό
της Αμμοχώστου και της προδοσίας.
Και το λευκό
της αθωότητας και της απελπισίας.
Όλα τα χρώματα
από τον Αύγουστο τα πήρανε
κι αφήσανε ασπρόμαυρα τα καλοκαίρια.

4. Από την ποιητική συλλογή «Στιγμές Αλκυονίδες», Πήλιο, 2012.

Η αγάπη μας βρήκε
ναυαγούς μεσοπέλαγα.
Βάρκα ήταν
μας μάζεψε
την πορεία της χάραξε
δίχως χάρτη κι ελπίδα
με σπασμένη πυξίδα.
Μας παράτησε
η αγάπη
ναυαγούς μεσοπέλαγα.

 

Μιαν αύρα
μια γαλήνη αναπολώ
ίσως ανάμνηση ή όνειρο.
Σίγουρα για να πω δεν ξέρω
Μα ρίγος νιώθω
όταν τα μάτια σου
το σώμα μου ανακρίνουν
δίχως οίκτο.
Φαντάσου να φαινόταν κι η ψυχή μου.

5. Από την ποιητική συλλογή «Ξεκλειδώνοντας την Αλφαβήτα», Πήλιο, 2011.

Μα τελικά αυτό ήσουν;
Μια σκιά;
Μια νεφέλη;
Τώρα εξηγείται
το μέγεθος,
η αστάθεια,
το γκρίζο.
Αυτό το απροσδιόριστο γκρίζο.
Ούτε μαύρο,
ούτε άσπρο.
Μια νεφελώδης σκιά.
Κρίμα.
Μπορούσες τουλάχιστον
βροχή να γίνεις.

Τον καθρέφτη που ράγισε
μπορείς ξανά να τον κολλήσεις.
Μην περιμένεις όπως πριν
ίδιος ξανά να γίνει.
Και τις μορφές μας μη ζητάς
ολόκληρες εκεί να δεις
αλλά μισές, παράταιρες
και παραμορφωμένες.

6. Από τη συλλογή διηγημάτων «Οι ψυχές βαδίζουν μόνες», Πήλιο, 2011.

Η δόνηση του κινητού ήταν η αιτία για να ξεκολλήσει τα μάτια του από τη μελαχρινή καλλονή που περπατούσε με χάρη και λικνιζόταν στην άκρη του δρόμου. Του φάνηκε πως ήθελε να περάσει απέναντι κι αυτός ως τζέντλεμαν σταμάτησε και την άφησε να περάσει. Την παρακολουθούσε λοιπόν να περνά αργά μπροστά από το αυτοκίνητό του, κάνοντας τάχα πως βιάζεται και χαρίζοντάς του την ίδια στιγμή ένα τσαχπίνικο χαμόγελο. Το κινητό του συνέχισε να δονείται εκνευριστικά κι αυτός ήταν ο μόνος λόγος που η τρελή σκέψη που τόλμησε να περάσει ταχύτατα από τον κουρασμένο του εγκέφαλο, με πρωταγωνιστές αυτόν και τη μελαχρινή, έσβησε άδοξα. «Παρακαλώ;» «Αγαπημένε μου;» Δεν ήταν δυνατόν! Η φωνή στην άλλη άκρη της σύνδεσης ήταν η Αγαπημένη;

Η Αγαπημένη! Έδειξε με το δείκτη του αυτοκινήτου αριστερά και πάρκαρε στην άκρη. Η φωνή της, του προκαλούσε μεγάλη σύγχυση, φαινόμενο που σπανίως του συνέβαινε όταν οδηγούσε και μιλούσε στο κινητό και σπανιότερα όταν μιλούσε με γυναίκα. Αυτή όμως ήταν διαφορετική! Το «Αγαπημένε» ήταν η προσφιλής της προσφώνηση όταν του απηύθυνε το λόγο. Δεν είχε καταλάβει ποτέ αν αυτό το «Αγαπημένε» ήταν ειρωνεία, έρωτας, φιλία, τσαχπινιά ή ένα κράμα, ένα λικέρ συναισθημάτων που αυτός ευχαρίστως έπινε με κίνδυνο τη δηλητηρίαση. Γιατί αυτή τη γυναίκα ήταν μυστήριο. Γλυκιά, παράξενη, μοιραία. Γυναίκα.

Είχε να τη δει και να ακούσει νέα της, δέκα χρόνια. Νόμιζε ότι τον ξέχασε. Ότι δε θυμόταν καν την ύπαρξή του! Όμως να, που αυτή όχι μόνο τον θυμόταν αλλά είχε φυλαγμένο και τον αριθμό του τηλεφώνου του. Το ραντεβού κανονίστηκε στα γρήγορα. Η Αγαπημένη πρότεινε το χώρο, τη μέρα, την ώρα. Αυτός δέχτηκε. Μετά χαράς δέχτηκε. Αισθανόταν ότι είχε φτάσει η ώρα να εκφράσει όλους εκείνους τους μονολόγους, που είχε φυλαγμένους και κλειδωμένους, δέκα χρόνια, στο χρονοντούλαπο. Θα της έλεγε λοιπόν τα πάντα! Ότι πάντα τη σκεφτόταν, ότι έμαθε για το διαζύγιό της, ότι ήταν λάθος του που την άφησε να φύγει από τη ζωή του, ότι χαιρόταν που έκανε τελικά αυτή το πρώτο βήμα, ότι την αγαπούσε! Αυτό το τελευταίο ίσως να ήταν λίγο παρατραβηγμένο. Δε θα το τολμούσε από το πρώτο ραντεβού, ίσως να την τρόμαζε! Γέλασε με κέφι, γιατί σκέφτηκε ότι ένα από τα αγαπημένα της τραγούδια ήταν ένα του Σινάτρα, ντουέτο με την Γκρέυς Κέλλυ, something stupid ήταν ο τίτλος και σίγουρα αυτός δεν θα έκανε τίποτα stupid αυτή τη φορά!

Οι μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα, τα βράδια ήταν βασανιστικά, οι φανταστικοί μονόλογοι απελπιστικά κουραστικοί αλλά τα όνειρά του ήταν χρωματιστά! Αγόρασε καινούρια ρούχα. Έφτιαξε το μαλλί, έβαλε την καλύτερη κολόνια και έστησε καρτέρι έξω από το καφέ που όρισε η Αγαπημένη τη συνάντησή τους. Αισθανόταν ως δεκαεξάχρονος στο πρώτο ραντεβού, ένιωθε ηλίθιος αλλά ευτυχισμένος. Η Αγαπημένη αργούσε. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και μπήκε μόνος στο καφέ. Έκανε ένα γύρο να δει αν ήταν εκεί. Αν καθόταν κάπου μόνη και τον περίμενε. Δεν ήταν εκεί. Μια καστανή ύπαρξη τον πλησίασε και του είπε ότι η Αγαπημένη θα ήταν εκεί σε λίγο και πως θα μπορούσε να κάτσει λίγο να την περιμένει. Το καφέ ήταν άδειο εκτός από την παρέα με την καστανή ύπαρξη και τις φίλες της που τον κοιτούσαν γλυκά. Σκέφτηκε ότι η Αγαπημένη ήρθε πρώτη στο ραντεβού, ίσως και μισή ώρα προηγουμένως, ότι πήγε κάπου και θα επέστρεφε, ότι δεν ήθελε να τον ανησυχήσει και ότι είπε στις κοπέλες αν τον δουν να τον καθησυχάσουν. Αναρωτήθηκε ποια θα ήταν η περιγραφή που έδωσε γι’ αυτόν η Αγαπημένη. Πρέπει να τον περίγραψε τέλεια γιατί η καστανούλα πέτυχε με την πρώτη την αναγνώριση.

Η Αγαπημένη μπήκε με θόρυβο, χαριτωμενιές και καμώματα στο καφέ. Τον αγκάλιασε, παρήγγειλε αμέσως φραπέ και τοστ και για τους δυο. « Θέλω να μάθω τα νέα σου Αγαπημένε!» «Είμαι καλά! Άλλαξα! Είμαι διαφορετικός! Έχω τόσα πολλά να σου πω!» Η Αγαπημένη άκουγε ή δεν άκουγε, γι’ αυτό δεν ήταν σίγουρος, δε φαινόταν από τις αντιδράσεις της, πάντως έπινε με βιασύνη το φραπέ της. Ήταν κάτι που δεν του άρεσε, έκανε πως δεν το πρόσεξε. Γύρισε προς το μέρος της γυναικείας παρέας στο διπλανό τραπέζι. Ο κόσμος πολλαπλασιάστηκε, το καφέ γέμισε, η φασαρία δεν του επέτρεπε να μιλήσει έτσι όπως αυτός ήθελε, η Αγαπημένη έφαγε με όρεξη το τοστ της και του χαμογελούσε. Όλα κυλούσαν γρήγορα κι εξελίσσονταν περίεργα όταν η καστανή ύπαρξη σηκώθηκε από τη θέση της, στάθηκε στο κέντρο της αίθουσας, πήρε ένα τηλεκοντρόλ κι ενεργοποίησε τη μεγάλη οθόνη που βρισκόταν ακριβώς πίσω της. «Αγαπημένοι μας! Θέλω την προσοχή σας! Είστε σήμερα μαζί μας, γιατί κάποιος αγαπημένος σας φίλος, σας έχει καλέσει εδώ μαζί μας! Σήμερα εδώ, αλλάζει η ζωή σας κι αυτό οφείλεται αποκλειστικά στον αγαπημένο ή την αγαπημένη σας φίλη που σας έφερε εδώ! Γυρίστε παρακαλώ στο φίλο σας ή στη φίλη σας και δώστε του ένα φιλί, λέγοντάς του ευχαριστώ!» Γύρισε στην Αγαπημένη, «Ευχαριστώ…αλλά δεν καταλαβαίνω!» «Σσσσς…Θα καταλάβεις μόνο αν ακούσεις προσεκτικά!» Του έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο κι ένα χαμόγελο τεράστιο. Η καστανή ύπαρξη συνέχιζε. «Η συνάντηση μας αυτή είναι συμπαντική. Από σήμερα θ’ αλλάξει η ζωή σας! »

Το καφέ ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Δεν είχε προσέξει προηγουμένως πόσος κόσμος μπήκε και στριμώχτηκε στα στρογγυλά τραπεζάκια. Ήταν πρόσωπα άγνωστα για εκείνον, διαφορετικών ηλικιών, άντρες και γυναίκες. Του φάνηκε πως αρκετοί χαμογελούσαν αμερικάνικα, όπως στις ταινίες, με λευκά δόντια και πλατύ χαμόγελο, στημένα! Η καστανή ύπαρξη μιλούσε ακατάπαυστα κι έδειχνε με το φωτεινό δείχτη, το ονειρεμένο μέλλον που περίμενε όλους τους θαμώνες, κινηματογραφικά γυρισμένο να προβάλλεται στη μεγάλη οθόνη του καφέ, καλλονές και μορφονιούς απλωμένους σε ατέλειωτες παραλίες, με γιωτ, σαμπάνιες, κήπους, πισίνες και ακριβά αυτοκίνητα και αριθμούς γραμμένους σε όλα τα μήκη και πλάτη της οθόνης. Δολλάρια, ευρώ, εκατομμύρια!

Ένιωσε μια αδιαθεσία και πήρε το κινητό του. «Άσε το κινητό! Θα χάσεις το καλύτερο!» Η Αγαπημένη, του έκανε παρατήρηση με το δάκτυλο τεντωμένο σαν αυστηρή δασκάλα. Ώστε γι’ αυτό βρίσκονταν εδώ; Ήταν όλα ένα σενάριο, μια καλοστημένη κομπίνα, μια επιχείρηση αμερικάνικου τύπου που ζητά ανυποψίαστα μέλη, μια επιχείρηση κι αυτός ένας πελάτης. Η γνωστή πυραμίδα. Ο καθένας φέρνει καινούρια ανυποψίαστα μέλη και η επιχείρηση μεγαλώνει. Η καστανή ύπαρξη εκείνη ακριβώς τη στιγμή έκανε παύση γιατί θα ανάγγελλε κάτι σημαντικό. «Τα λεφτά είναι πολλά αγαπημένοι. Και τα λεφτά είναι ήδη εδώ. Ο αγαπημένος σας φίλος ή η αγαπημένη σας φίλη πήρε ήδη είκοσι ευρώ, απλώς και μόνο επειδή σας έφερε εδώ!» Το χειροκρότημα στην αίθουσα του θύμισε τσίρκο με σαλτιμπάγκους και γελωτοποιούς. Θυμήθηκε μια αρκούδα που είχε δει κάποτε να χορεύει θλιβερά, το πλήθος να χειροκροτεί το χορό της, το αφεντικό της να γυρίζει μ’ ένα καπέλο και κάποιους να ρίχνουν μέσα κέρματα. Θυμήθηκε τα μάτια του ζώου, θα τολμούσε να πει ότι ήταν θλιμμένα, ένιωσε αρκούδα.

Αυτό το «είκοσι ευρώ» ήταν το τελικό χτύπημα. Τον κάρφωσε κατευθείαν στην καρδιά. Η Αγαπημένη από δίπλα χειροκροτούσε. Για κείνην λοιπόν ήταν ένα Τίποτα, ένας πελάτης, ένα μέλος κι εκείνος νόμιζε… Κάποιοι θαμώνες πείσθηκαν, νέα μέλη άρχισαν να εγγράφονται στην αλυσίδα. «Είναι πολλά τα λεφτά!» Εκείνος, σηκώθηκε, είπε κάτι, πλησίασε την πόρτα και βγήκε. Μαζί του ένιωθε ότι έβγαινε από κει μέσα και η αρκούδα με κατεβασμένο το κεφάλι, νόμισε ότι ένιωσε κέρματα να χτυπούν στο δικό του κεφάλι, ίσως ένιωσε κάποιον που τον τραβούσε από το χέρι, ίσως άκουσε φωνές που τον ρωτούσαν πού πήγαινε, ίσως και να είπε καληνύχτα και μπορεί και να σκάρωσε και κάποια δικαιολογία. Ο κρύος αέρας τον χτύπησε κατάμουτρα και του φάνηκε ότι κάποια μικρά που έπαιζαν στο καρουζέλ απέναντι, του φώναξαν «κορόιδο!». Μπήκε στο αυτοκίνητο, πήγε σπίτι του κι έπεσε αμέσως στο κρεβάτι. Ο ύπνος του εκείνη τη νύκτα ήταν λίγος και με ένα μόνο μαυρόασπρο όνειρο.