
Ονοματεπώνυμο: Ιωσηφίδης Σ. Ιωσήφ
Κατηγορία: Ποίηση, Πεζογραφία, Κριτική
Έτος γέννησης: 1948
Τόπος γέννησης: Λάρνακα
Βιογραφικό:
Γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1948. Πήρε Πτυχίο στα Μαθηματικά (1971, Πανεπιστήμιο Αθηνών), στα Οικονομικά (1975, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθήνας/ ΑΣΟΕΕ). Είναι Αριστοβάθμιος Διδάκτωρ Στατιστικής Οικονομικών (Πανεπιστήμιο Αθηνών,1978).
Εταίρος του ISMM (Institute of Sales Marketing Management), Αντιπρόεδρος UNAC.
Ως Πρόεδρος Ακαδημίας Επιστημών Κύπρου συμπροώθησε την ‘Έρευνα από νέους’.
Ως Αντιπρόεδρος του European Movement (Cyprus Chapter) πήρε μέρος στη Σύνταξη του Συντάγματος της Ευρ.Ένωσης στην Αθήνα (2003) – με προεδρία Ζισκάρ ντ’ Εστέν.
Εργάστηκε στον Όμιλο Λαϊκής Τράπεζας (1978-2001) α) Διευθυντής Οικονομικών, Ερευνών, Προγραμματισμού, Θεμάτων Ε.Ε., Προώθησης Οικονομικών Υπηρεσιών, β) Βοηθός τριών Γενικών Διευθυντών (Στρατηγική, Ανάπτυξη, Μελέτες).
Δίδαξε στην Ακαδημία Δημόσιας Διοίκησης (2001-05) και διετέλεσε Καθηγητής για ΜΒΑ/Master (2003-2008) στο Μediterranean Institute of Management (ΜΙΜ) και Επισκέπτης Καθηγητής (1990-2008) στα α) Πανεπ. Κύπρου (ΕπιστημονικήΈρευνα), β) Frederick University (Market Research), γ) European University (Marketing, Ε.Ε).
Διετέλεσε Μέλος της Διαπραγματευτικής Ομάδας σε Θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης και Κοινοτικού Κεκτημένου (2008-2012), βοηθός Προέδρου Ομάδας (Γιώργος Βασιλείου).
Υπηρέτησε ως Μέλος (Δικαστής) της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (2008-2013).
Ως Πρόεδρος της PMP Business Angels, συμβάλλει σε Ευρωπαϊκά Σχέδια ανάπτυξης .
Εξωτερικός Επιστημονικός συνεργάτης σε Κανάλια και στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (1990-2008, ‘Γύρω στο Μικρόφωνο’, ‘Τηλεοικονομία’, ‘Λατίνοι της Κύπρου’).
Συμβολή στα Γράμματα, στην Επιστήμη και στις Τέχνες της Κύπρου:
Το 1981 εισηγήθηκε στο ΔΣ της Λαϊκής Τράπεζας την ίδρυση Εκπαιδευτικού και Πολιτιστικού Κέντρου (1ου στο είδος του) και υπηρέτησε ως ο 1ος διευθυντής του (1981-83)– πέρα από τα άλλα καθήκοντά του. Συνδιοργάνωσε με την Δρα Ελένη Νικήτα την 1η Τραπεζική Πινακοθήκη της Κύπρου. Επίσης έθεσε τις βάσεις ώστε το Κέντρο αυτό να φιλοξενεί συνέδρια, εκθέσεις, δράσεις Λογοτεχνών, Καλλιτεχνών, Φωτογράφων, Επιστημόνων και Επαγγελμ. Συνδέσμων.
Συνέγραψε 8 Ποιητικές Συλλογές και είναι υπό έκδοση η 9η Συλλογή του. Μετέφρασε ποίηση Τουρκοκυπρίων και διάσημων ποιητών (Γκιμπράν, Νομπελίστες). Έγραψε 2 θεατρικά έργα, δοκίμια-κριτικές μελέτες, έργο για τον φιλόσοφο Ζήνωνα Κιτιέα και επιστημονικά δοκίμια.
Έχουν μεταφραστεί ποιήματά του στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Γερμανικά και σε άλλες 22 γλώσσες και έχουν ενταχθεί σε Ευρωπαϊκές/διεθνείς Ανθολογίες και έγκριτα ξένα Περιοδικά.
Ποιήματά του 1) ηχογράφησαν τα ΜΜΕ για αναμετάδοση, 2) περιλήφθηκαν σε Ανθολογίες και Περιοδικά (Η.Β., ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία, Μεξικό, Ρουμανία, Βουλγαρία, Εσθονία, Ελλάδα, Κύπρος), 3) αναρτήθηκαν σε Ιστοσελίδες Λογοτεχνίας (ΗΠΑ, Γερμανία, Ελλάδα, Βουλγαρία,ΗΒ, Αυστραλία κ.ά.), 4) απαγγελθήκαν σε Ημερίδες, ‘Ημέρες Ποίησης’ και σε διεθνή Συνέδρια.
Μία επιστημονική νουβέλα περιλήφθηκε σε Αγγλο-Γαλλική Ανθολογία (2009) που εξέδωσε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος. Ως ποιητής εκπροσώπησε την Κύπρο στη Γαλλία (2003), στη Γερμανία (2006) και ως λογοτέχνης στο Παρίσι, στο Στρασβούργο (2008) και στη Θεσσαλονίκη (2017). Ποιήματά του μελοποίησαν γνωστοί συνθέτες (Δρ. Κωνσταντίνος Στυλιανού, Δρ. Κώστας Ρεκλείτης, Νεόφυτος Στράτης, Νίκος Λεκάκος) και παρουσιάζονται σε Διεθνή Φεστιβάλ. Ως μπάσος της Λυρικής Οπερατικής Σκηνής Κύπρου πήρε μέρος σε όπερες.
Είναι Μέλος τoυ International Society of Poets, του PEN International, της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου, του ΕΠΟΚ κ.ά. Στο διάστημα 2003-2019 υπηρέτησε για 4 θητείες ως Μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.
Είναι μέλος της Φιλοσοφικής Εταιρείας και της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, και από το 1990 διατελεί Αντιπρόεδρος-Σύμβουλος της ‘Οπερατικής Σκηνής Λεμεσού-Κύπρου’.
Ειδικές Διακρίσεις:
2004 : H Αγία Έδρα του Βατικανού τον ανακήρυξε Ιππότη του Παναγίου Τάφου (Knight of the Holy Sepulcre/Jerusalem-Vatican).
2007 : Βραβείο «Best Poems, Best Poets» από το ‘The International Library of Poetry”.
2014 : Η Διεθνής Ακαδημία ARTS-SCIENCE-LETTRES του απένειμε το Επίχρυσο Μετάλλιο-Βραβείο της για το όλο έργο του και τη συμβολή του στα Γράμματα, στην Επιστήμη και στον Πολιτισμό της Ευρώπης και της Κύπρου.
Εργο-Βιογραφία:
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
- Cyprus as business centre, Cyprus Popular Bank Publications No.1, Λευκωσία, 1979.
- Η ενεργειακή κρίση και οι επιπτώσεις στην οικονομία της Κύπρου, Εκδόσεις Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας, Αρ.2, Λευκωσία, 1979. – Η ίδια μελέτη στην Αγγλική φέρει Αρ.3.
- Πληθωρισμός, Πώς να τον καταπολεμήσουμε για το δικό μας συμφέρον και το καλό του τόπου, Εκδόσεις Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας, Αρ.4, Λευκωσία, 1981.
- Ο βιομηχανικός τομέας, προοπτικές και προβλήματα, Εκδόσεις Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας, Αρ.5, Λευκωσία, 1981.
- Ομοσπονδία Κύπρου, Προβλήματα, προοπτικές λύσης, Εκδόσεις Πάργα, Λευκωσία, 2010.
- Ενεργειακός Σχεδιασμός 2011-2010 και Γεωπολιτική – Κύπρος, Εκδ. Πάργα, Λευκωσία 2011.
ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ
- ‘Εγώ, ο σωσίας του Χίτλερ’, Εκδόσεις ΑΝΤΥΠΑΣ Αθήνα και e-book Stratis, Νέα Yόρκη, 2019.
- ‘Αντιγόνη’, (υπό έκδοση) Εκδόσεις ΑΝΤΥΠΑΣ Αθήνα
ΔΟΚΙΜΙΑ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ
- Αθλητικός Λόγος του Κύπρου Χρυσάνθη, Εκδόσεις Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών 2016.
- ‘Παραδοσιακό τραγούδι-στίχος-χορός’, Εκδόσεις Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών 2016.
- Δοκίμια για τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τον Παντελή Μηχανικό (Οικονομία και Διοίκηση, Φιλία, Δραματουργία, Φιλοσοφία, Βυζάντιο, Δημοτική Παράδοση, Επιρροές κά) Εκδ. Λόγω Γραφής 2018-19.
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
- 5 διηγήματα στην Κυπριακή Ανθολογία Λογοτεχνίας του Φανταστικού ‘Στο Ποτάμι του χρόνου, Ι, ΙΙ’,Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές, Αθήνα, 2017 και 2017.
- 6 διηγήματα, Εκδόσεις-Τόμοι, Φιλολογική Κύπρος (2006-2016), Λευκωσία
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
- ‘Ανεμόεσσα Κύπρος’, Ανθολογία, 24 Τ/Κύπριοι ποιητές, Εκδ. Αριστοτέλους, Λεμεσός, 2007.
- ‘PICNIC’ Λιμπρέτο Όπερας του Arrabal, Εκδόσεις P.M.P. Business Angels, Λευκωσία, 2018.
- ‘Ο Προφήτης’ του Χαλίλ Ζιπράν, (υπό έκδοση) Εκδόσεις Α.Γερμανός, Θεσσαλονίκη, 2019.
- Σπουδή στον Pablo Neruda ‘70 ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ’, (υπό έκδ.), Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, Αθήνα,
- Μετάφραση στα Αγγλικά ποίησης Καλλιόπης Εξάρχου, Σωτήρη Παστάκα, Σωτήρη Βαρνάβα.
ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ
- ‘Διαδρομή Α – Εςπόθ’ έρπες’, Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα, 2001.
- ‘Διαδρομή Β – Σι βόλε’, Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα, 2003.
- ‘Διαδρομή Γ – Έρως απείρως’, Εκδόσεις Εν Τύποις, Λευκωσία, 2003.
- ‘Περί Ουσίας και περιουσίας’, Εκδόσεις Πάργα, Λευκωσία-Αθήνα, 2010.
- ‘Έρως, Μύθος, Βάθος – 200 Χαϊκού’, Εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη, 2017.
- ‘Εντός, Εκτός’, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα, 2019.
- ‘Λειτουργία – Θεός, Λόγος, Φύση’, Έκδοση Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου/ ΣΠΕΚ.
- ‘Χαιρετισμοί στην Παναγία’, Έκδοση Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου/ ΣΠΕΚ.
ΜΕΛΕΤΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
- Ζήνων ο Κιτιεύς, και Στωική φιλοσοφία, (υπό έκδοση) Δήμος Λάρνακος, 2019
Δείγματα Γραφής:
Ου κλέψεις τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, ‘Ελγιν.
Τις θύμωσες, και ερινύες θα σε κυνηγούν οι Καρυάτιδες
κι ο ύπνος της κυβέρνησής σου θα χαλάσει. Τίμημά σου
το που ’χασες την περιουσία και σε θάψαν στη Γαλλία άγνωστο.
Ου κλέψεις τα Ψηφιδωτά της Κανακαριάς, Αττίλα.
Τα ποτάμια όλα δεν μπορούν να ξεπλύνουν χέρι φόνου.
Οι άγιοι περιμένουν ήρεμοι τον αδέκαστο δικαστή (1)
να τους βάλει ψηφίδες στα χείλη, να χαμογελάσουν δικαίωση.
Ου κλέψεις δόξα Θόμσον Σαδερλάνδιε, ή πώς διάολο σε λένε,
αφού μάταια χάραξες το όνομά σου τεράστιο στη Στήλη
της Αλεξάνδρειας, τάχα να δοξάζεσαι για πάντα μαζί της.
Ου κλέψεις τον αρχαίο θησαυρό της Κύπρου, Τσεσνόλα. (2)
Δες, ο Ηρακλής μας σηκώνει το χέρι να σπάσει τα τζάμια,
να μπουν στο μουσείο οι μέλισσες επίθεση στους φρουρούς
να φυγαδέψουμε το κρανίο του Ονήσιλου και το μέλι του.
Ου κλέψεις, κλέφτη του σήμερα, με τα ηλεκτρονικά σου κόλπα
και μην το ανεχτείς, νομοθέτη, και εσύ δικαστή, τέτοιο σκότος.
Σαρξ ασθενής, μην αποκοιμηθείς όταν περιΐπτανται όρνεα,
μη σου κατασπαράξουν τη σάρκα της δημοκρατίας μας.
Ου κλέψετε, γιατί ο χρόνος σάς σημαδεύει ανυπόληπτους.
Αν ήσασταν άνθρωποι δε θα καταλήγατε τέτοιοι.
(1) Ο αμερικανός ανώτερος δικαστής James E. Noland (Senior District Judge of District Court for the Southern District of Indiana, Indianapolis Division) έκρινε το ψευδοκράτος Ντεκτάς ως ανύπαρκτο και μόρφωμα και αποφάσισε να επιστραφούν τα κλαπέντα Ψηφιδωτά της εκκλησίας της Κανακαριάς στην αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Κύπρου.
(2) Πρόξενος των ΗΠΑ στην Κύπρο (βλέπε (2)). Στη δεκαετία του 1880 μετέφερε στην πατρίδα του αρχαιολογικό πλούτο της Κύπρου που από τότε στεγάζεται στο Μetropolitan Museum της Νέας Υόρκης και συνιστά ένα από τα κύρια εκθέματά του. Δεν παύει, βέβαια, να θεωρείται ως πολιτιστική περιουσία της Κύπρου και αναμένεται πως σε κάποιο εύθετο χρόνο θα επαναπατρισθεί.
Από την Ποιητική Συλλογή ΔΙΑΔΡΟΜΗ Α’ – Ες πόθ’ έρπες’, Εκδ. ΣΜΙΛΗ, Αθήνα, 2001
Βραβείο GRANDPRIX 2019 της Γαλλίας ( Διαγωνισμός έτους Γαλλοφωνίας)
* Το ποίημα στα Γαλλικά μετέφρασε η κα Αγγέλα Μίκαλλου-Jourdan
Εκεί, στα μέρη τα εφήσυχα,
εκεί που τρώγαμε τον περίδρομο,
μπροστά μας αρχάγγελος ξεπρόβαλες
με το σημειωματάρι σου φτερούγα,
με το καλαμάρι σου σπαθί,
και σώριασες το σώμα σου στο τραπέζι μας
και τινάχτηκαν τα μαχαιροπήρουνα στον αέρα,
όπως τα αργύρια στο Ναό του Σολομώντος
και εκσφενδονίστηκαν οι σούβλες στα κεφάλια μας,
όπως το λιθάρι του Δαβίδ στο κούτελο του Γολιάθ.
Πρόλαβες πέφτοντας και ψέλλισες: “Τετέλεται.
Βάλτε με να κοιμάμαι ακοίμητος εκεί που δεν τολμάτε” (1)
κι άπλωσε το μύρο σου σε Καρπασία και Αχαιών Ακτή.
Από τότε επιστρέφεις τα βράδια άγγελος και δάσκαλος
μέσα από υπόγεια φαράγγια που μας έσκαψες διάβαση.
Μέσα οδηγείς μανάδες να συναντήσουν γιους από το χτες,
μας καλείς να ζήσουμε στη ρίζα μας, στα άβατά μας μέρη
σ’ όλα που δανειστήκαμε απ’ τα παιδιά μας
και θα τα επιστρέψουμε.
Και συ να δασκαλεύεις στη μέση, κρυφό σκολειό ψυχών,
ενώ από πάνω σου ο Σολωμός και ο Κάλβος να πετάουν
και να σε ραίνουν μ’ ένα ματσί βασιλικό.
Σημείωση: Ο Καρπασίτης συγγραφέας Γιάννης Σταυρινός Οικονομίδης, πρόσφυγας στη Λάρνακα, σαν πέθαινε ζήτησε από τα ΗΕ να τον θάψουν στην κατεχόμενη γη που τον γέννησε, κοντά στους συγχωριανούς του που με τα παιδιά τους παρέμεναν εγκλωβισμένοι.
Από την Ποιητική Συλλογή ΔΙΑΔΡΟΜΗ Α’ –Εςπόθ’ έρπες’, Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ, Αθήνα, 2001
Έτρωγε κι έπινε τη νιότη του ο Φαραώ Μυκερίνος.
Αγόραζε δούλες, δούλους ( την ψυχή τους δεν μπορούσε )
συνέλεγε πάπυρους ( μα πού χρόνος και διάθεση για γνώση 😉
μίλαγε τιμές και ποσότητες ( κώφευε στις αξίες και ποιότητες ).
Πίστευε η ζωή του θα διαρκέσει πολύ (στον εφιάλτη του λίγο),
αξίωνε συμμόρφωση (σαν είχε πυρετό παραμιλούσε μόρφωση).
Συνέτρεχε όσους τον θαύμαζαν, κατέτρεχε όσους θαύμαζε.
Η εξουσία ; Μια σειρήνα που σε λύνει απ’ το κατάρτι
ή ένας ίλιγγος (αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο).
Μα σαν πλησίαζε η ώρα η έσχατη, σαν είδε
κάτι άξιο να μην έχει να δηλώσει, άθλο κανένα,
-καλή ώρα η Πυραμίδα του παππού του Χέοπα-
μια Γεωμετρία να υμνεί τον Παντοδύναμο,
πρόσταξε και του ‘φτιαξαν μικρή μια πυραμίδα
(αθόρυβα να ακουμπήσει μέσα σώμα και ψυχή),
σεμνή να υποκλίνεται σ’εκείνη του πατέρα Χέφρην,
ταπεινά να ακούει τα όσα τον συμβούλευε χτες.
Φεγγαράκι που περιστρέφεσαι ζητώντας φως δανεικό
απ’ τη γη τον πατέρα, απ’ τον ήλιο τον πάππο Χέοπα,
εκεί, στην ουράνια γαλήνη, τα πράγματα είναι αλλιώς.
Κανένα πάθος στο εξής δε σ’εμποδίζει να δοκιμάσεις,
να εκτιμήσεις πια με συντριβή τα όσα περιφρόνησες,
να προτιμήσεις απ’ όλα ένα όνομα καλό, μια υπόληψη
να αντέχει πάνω απ΄όλα (αν το όλα τα λέει όντως όλα).
Γιατί η Συγγνώμη σου είναι κατάθεση Ψυχής,
Πυραμίδα θεμελιωμένη και σε κινούμενη άμμο……ακόμα
και τη στιγμή
την τελευταία.
Από την Ποιητική Συλλογή ΔΙΑΔΡΟΜΗ Β’ –Σί βόλε’, Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ, Αθήνα, 2003
Άπλωσε το χέρι κι άνοιξε το παράθυρο,
ίσως το δρασκελίσει μια αχτίδα,
τεθλασμένη, από αντανάκλαση,
ένα άστρο που υπόσχεται αλλαγή.
Άνοιξε το παράθυρο,
ίσως κοιτάξει μέσα ένας βιαστικός,
μια ωραία που τη ραίνει η βροχή,
μια χελιδόνα που ’χασε το μικρό της.
Άνοιξε το παράθυρο,
ίσως φανεί η μπάλα των παιδιών
η φωνούλα τους ίσως σκαρφαλώσει
ένα κλαρί που λυγίζει, ένα γατί.
Άνοιξε το παράθυρο,
κι ας εισβάλει κύμα σκόνης, χαλαζιού,
μια σκιά ή η σκιά της, δύο που γίναν μία,
ή έστω μια σκιά που σκιάζει μιαν άλλη.
Άνοιξε το παράθυρο,
ακόμα κι αν η πόλη αποκοιμήθηκε,
ακόμη κι αν η πόλη αποδήμησε,
ακόμη κι αν δε φαίνεται ποιο απ’ τα δυο.
Άπλωσε το χέρι κι άνοιξέ μας το παράθυρο.
Στη θέση του θα υπάρχει μια ζωγραφιά
κρεμασμένη, κι ας μας κοιτάζει αμίλητη.
Τουλάχιστον θα γεμίζει τον άδειο μας τοίχο.
Από την Ποιητική Συλλογή ΔΙΑΔΡΟΜΗ Β’ –Σί βόλε’, Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ, Αθήνα, 2003
Μόνο περήφανος ένιωθα για τα δάχτυλά μου,
σαν μετρούσαν χρήματα, χτήματα, βλήματα κι έδειχναν τον αθώο του αιώνα για απατεώνα, σαν υπέγραφαν πόλεμο κι έσβηναν την ειρήνη, σαν τράβαγαν, έσπρωχναν, ένευαν ή κούρδιζαν κι έσφιγγαν, έστριβαν, στραγγάλιζαν, σαν έκλεβαν κι έκρυβαν τεκμήρια τόσα και πίεζαν το κουμπί για δεινά άλλα τόσα.
Τότε ήρθες και πήρες τα δάχτυλά μου απαλά και αιθέρια να τα μάθεις το πώς να σμίγουν με τα δικά σου που καλούν να αγγίζουν με αύρα τη γεωγραφία της αγάπης, να σε περιδιαβάζουν απ’ τη φτέρνα στο μέτωπο να δονούνται με το λίκνισμα της μέσης σου, να απλώνουν μαγικά στο στήθος σου, στην ακτή των χειλιών σου που με προσκαλούν.
Μα αυτά τα δάχτυλά μου είναι ακόμα τυφλά αφού δεν βλέπουν το αόρατο σου, το άδηλο, τυφλά ν’ αγγίξουν τη δροσιά της φλόγας σου, να δουν, να πιστέψουν και να χαϊδέψουν το μέσα σου χαμόγελο, το μέσα σου άστρο
ώριμος καρπός για όσους κατέχουν τη σκάλα.
Από την Ποιητική Συλλογή ΔΙΑΔΡΟΜΗ Γ’ –Έρως Απείρως’, Εκδ. ΕΝ ΤΥΠΟΙΣ, Λευκωσία, 2007.
Μελοποιημένο από τον Δρα Κώστα Ρεκλείτη, ερμηνευμένο από τον τενόρο Γιάννη Φίλια:
Δεν έχω θαυμαστά να σας μιλήσω για την Κλεοπάτρα
για το χέρι της που βύθισε τη ζωή της, το Ηράκλειο,
ή του Βρούτου που πλήττει τον φίλο του, τον εαυτό του,
ή του Βοναπάρτη που κόβει κατάρτι να σώσει το καράβι,
ενώ φυγαδεύει στο γιλέκο του τη Στήλη της Αιγύπτου.
Σας μιλώ για το χέρι του Αιγύπτιου στο Μουσείο: (1)
πώς κρατάει με τον αντίχειρα και την παλάμη του
τα τεντωμένα δάχτυλα της συζύγου, μπρος στα μάτια μου!
Το ένα πόδι έχει μπροστά, εκείνη τα δυο ενωμένα.
Το υλικό είναι σκληρό και το ζευγάρι ανέκφραστο.
Τα εργαλεία πριν τέσσερις χιλιετίες δε σμίλευαν
πάθος, χαρά ή λύπη, παρά μόνο μια ακαμψία τυπική.
Φεύγει; Την αποχαιρετά; Θα την πάρει μαζί του;
Μα, όπως την κρατά, αποκωδικοποιώ αφοσίωση.
1. Μουσείο Αιγυπτιακών αρχαιοτήτων, Τορίνο
Από την Ποιητική Συλλογή ΔΙΑΔΡΟΜΗ Γ’ –Έρως Απείρως’, Εκδόσεις ΕΝ ΤΥΠΟΙΣ, Λευκωσία, 2007.
Η Ποίηση είναι επιπλέον ό,τι
η φθορά πασκίζει να αφαιρέσει,
ο προφήτης αγωνιά να προσθέσει,
ο Μεφιστοφελής ποθεί να διαιρέσει,
η αγάπη διαιρούμενη πολλαπλασιάζει.
Επιπλέον, είναι η λευκή αλκυωνίς,
η απουσία του μέλανος κρύου,
η χρυσή βροχή που αγγίζει κάθετα
το οριζόντιο σώμα της Δανάης.
Δεν είναι το κάρο με το άχυρο¹,
μα αυτό με τις πέτρες του χρέους
που ανηφορίζοντας πλάθονται διαμάντια².
Επιπλέον, είναι το ρίγος
του Δάντη σαν μύρισε το Ρόδο στην Κόλαση,
του Ομήρου σαν γεύτηκε το μέλι των Μουσών.
Η Ποίηση είναι το Επιπλέον.
1. «Το κάρο με το άχυρο» του Ολλανδού ζωγράφου Ιερώνυμου Μπος (Μουσείο Μαδρίτης) βασισμένο στη φλαμανδική παροιμία «Ο κόσμος είναι ένα κάρο με άχυρο και ο καθένας αρπάζει όσο μπορεί».
2. Η ευθύνη του ποιητή: αναφορά στους ποιητές Γιώργο Σεφέρη και Γιώργο Φ.Πιερίδη.
Από την Ποιητική Συλλογή ΔΙΑΔΡΟΜΗ Γ’ –Έρως Απείρως’, Εκδόσεις ΕΝ ΤΥΠΟΙΣ, Λευκωσία, 2007.
Διαφημίζει κι αλλού το νου σου γυρίζει:
Έπεισε κιόλας την Εύα να πουλάει μήλα,
εσένα πως είσαι άρειος ή εντεκαδάχτυλος,
οι ρωγμές στο βάζο ελπίδας πως είναι ντεκόρ.
Να! Εμφανίζει κίτρινα δόντια σαν πάλλευκα,
σου προσφέρει υπογλώσσιο χάπι να νιώθεις
Άδωνις λευκός αντί Ήφαιστος χωλός, μελανός,
υπερτυχερός του αιώνα με σπιτάκι και νεράκι.
Σηκώνει πολιτικάντηδες να φαίνονται ψηλοί,
τούς μακιγιάρει θλιμμένουςγια κηδείες οπαδών.
Διδάσκει σε παρθένα με ‘ίσως’ να εννοεί ναι,
σε διπλωμάτη με ‘ίσως’ να εννοεί όχι, ασφαλώς,
ο ένας ν’ απατά τον άλλο, κάποτε το αντίστροφο.
Λέει πάτησε στη Σελήνη πριν τον Άρμστρονγκ,
(το Στούντιο τον έδειξε με τέσσεριςσκιές αντί μία,
τ’ αχνάρι του είκοσι πόντους βάθος γης αντί δύο).
Τώρα αφανίζει Πύργους αντί να τους γκρεμίζει,
διαφημίζει καθαριότητα παρά αντιτρομοκρατία.
Πουλάει άνθη (άσπορα) επιθέτοντας αγκάθια.
Πουλάς ψυχή; Κάποιο διάβολο θα βρει αγοραστή.
Του αξίζει ποινή σάτιρας ή συγχώριο κωμωδίας;
Όμως, τον ήλιο της Κύπρου κατάματα δεν κοιτά.
Θα τυφλωνόταν, θα έχανε την τέχνη της πλάνης,
θα καταντούσε ένας κλόουν που μέσα του λιώνει.
Από την Ποιητική Συλλογή ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ, Εκδόσεις ΠΑΡΓΑ, Λευκωσία-Αθήνα, 2010
Νέος ρέμβαζε τις γραμμές της σε σκίτσο*,
ονειρευόταν το βελούδο των μαλλιών της,
αλίευε κοράλλια στο βυθό των ματιών της.
Τώρα, εβδομηντατεσσάρης ο Γκαίτε
στο Καρλοβιβάρι για θεραπεία γεύεται
ερωτικά τα βότανα της έφηβης Ούλρικε.
Μάταια τρέχουμε να τον συνεφέρουμε
τόσοι φίλοι εμείς, παιδιά κι εγγόνια,
τόσες φίλες του χτες, η Λίλη, η Μίμη.
‘Ο έρως φαρμάκι’, αντιλέγει ο Πλάτων,
‘ο έρως φάρμακο’, αντιφωνεί ο ποιητής.
Το λευκό της του λεπτύνει τις λέξεις,
λούζονται στο φως του Σύμπαντος,
στο αθέατο της Σελήνης, γελούν
με τις ζαβολιές του έρωτά τους.
Τα χείλη σιωπούν σαν τα μάτια μιλούν
καθώς του κύκνου-Δία και της Λήδας.
Ας αναμένουν οι άγγελοι κι οι διάβολοι:
η έμπνευση μακραίνει τη ζωή,
γιατί ο έρως στη μάχη ειν’ ανίκητος
ενώ σαν δύουμε, φως πολύ ανατέλλει.
Από την Ποιητική Συλλογή ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ, Εκδόσεις ΠΑΡΓΑ, Λευκωσία-Αθήνα, 2010
1. Συγχωροχάρτι
ο Άδης στον Έρωτα
χαρίζει μόνο.
2. Αγαπώντας σε
βαδίζω επ’ υδάτων
ως την ακτή σου.
3. Άρπα δεν έχεις,
μ’ ακούω τις χορδές σου
σαν καρδιοχτυπάς.
4. Έρωτα ρίξε
κλαδί σου να κρατηθώ
σώος στον γκρεμνό.
8. Πολύς άνεμος
ξοδεύτηκε πάνω σου
να σε σμιλέψει.
9. Γελάς κι αλλάζουν
όλα : δελφίνια πετούν,
πουλιά κολυμπούν.
10. Μέλισσα εσύ,
άνθος εγώ, με φιλί
φτιάχνουμε μέλι.
30. Στολίδι είσαι
στον καθρέφτη. Πίσω του
κρύβεις θησαυρό.
41. Ποιος ανταμείβει
την αγάπη; Ποιος άλλος
παρά η ίδια.
46. Αν πεις, πες μόνο
‘Αγάπη’. Άρτος ημών
ο επιούσιος.
50. Λεν δεν υπάρχεις.
– Μα δείτε τον ίσκιο της
μες στον δικό μου.
62. Ήλθε ο Χάρος,
είδε τον έρωτά μας,
απήλθ΄ άπρακτος.
63. Ποταμοί δυο,
σμίγουμε σε μεγάλο
προς τη θάλασσα.
64. ένα και ένα
ίσον Ένα : το θαύμα
της αγάπης μας.
67. Αγάπη εσύ,
σκαφτιά, σποριά, θεριστή,
δος σ’ όλους ψωμί.
68. Ψυχές π’ αγαπούν
βγάζουν στην πλάτη φτερά
μπροστά στον γκρεμνό.
80. Καρδιά της μάνας
ξερίζωσες. Κι έπεσες.
‘Πονάς;’ σε ρωτά. *
* Σ’ ένα μεσαιωνικό γαλλικό τραγούδι ο ναύτης και λαϊκός σοφός Gillioury συμβουλεύει τον αγενή απέναντι στη μητέρα του Marie-Pierre (νουβέλα ‘LaGlu’ του Jean Richepin,1881).
93. Σίσυφε μην κλαις,
η πέτρα σου φθείρεται,
κατεβ’ ανέβα.
95. Αύριο θα ’ναι
Δευτέρα Παρουσία.
Μην κλαις. Όργωνε!
131. Ενθουσιάσου,
μπες στη φωτιά να πιάσεις
σπίθα για έργα.
141. Όσο σε λιώνουν
Ανθέ, τόσο πιο πολύ
ευωδιάζεις.
158. Κάτω απ’ τη γη
ο σπόρος βλέπει. Στη γη
με φως συ βλέπεις;
162. Έκτη αίσθηση
ο πόνος, δώρο Θεού
να δυναμώνεις.
175. Μόνο οι πλούσιοι
γνωρίζουν πως δεν είναι
ευτυχισμένοι.
183. Τεράστιο βάρος
σαν σηκώνω σακούλα
γεμάτη κενό.
196. Πέτρες μού ρίχνουν,
τις μαζεύω και φτιάχνω
κάστρο για παιδιά.
200. Άνω τελεία
η θανή· διασκελισμός
μείζων εν όψει.
Από την Ποιητική Συλλογή ‘ΕΡΩΣ, ΜΥΘΟΣ, ΒΑΘΟΣ 200 Χαϊκού’, Εκδόσεις ΡΩΜΗ, Θεσσαλονίκη 2017.
Ήχο δεν ακούει η Χριστίνα, μόνο την ηχώ
του Κλαούντιο στην υποχθόνια γεωγραφία¹
των μετάλλων, η λασπωμένη λίρα θολή
και ο χρόνος ταλαντώνεισε πηγάδι ξένο.
Σαν ήλιο την αγάπαγε ο μεταλλωρύχος,
τώρα τον κρύβει έκλειψη· δεν τον βλέπει,
τα χέρια της αφής μιλούν γλώσσα σιωπής.
Όνειρο η ζωή; Αδέλφια ο ύπνος κι ο θάνατος;
Θάνατος όσα βλέπει ξύπνιος; Πόσα ο ύπνος;
«Άντρα μου, ζεις ή έχει η ζωή αποδημήσει;
Δώστε του φως», φωνάζει στο Συνεργείο
πνιγηρά, νιώθει το λαρύγγι να την αγκυλώνει.
«Κατεβάζουμε ντομινό να παίζουν», απαντούν.
Εκείνος απ’ την υπόγεια κάμερα τής στέλνει φιλί,
της απαγγέλλει Νερούδα, την πέτρα της Χιλής του,
ψάλλει προς τον Θεό: «Η σκιά Σου είναι το φως,
κάνε θαύμα αγάπης ν’ ανέβω να την ξαναδώ».
Στα έγκατα πεθαίνοντας εκείνος ζει τη ζωή της,
αυτή ζώντας στον ήλιο πεθαίνει τον θάνατό του.
1. Ο Κλαούντιο, παγιδευμένος με άλλους 33, σε υπόγειο μεταλλείο στη Χιλή, το 2013.
Από την Ποιητική Συλλογή ‘ΕΝΤΟΣ, ΕΚΤΟΣ’, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, Αθήνα 2019.
Δεν ερμηνεύω τα θαύματα Του που ανέβλεψα
για μύρια ψωμιά, γιατρεμένους παράλυτους-
στην αύρα Του ήμουν παρούσα, δεν δειλίαζα
(ο Ιωάννης στον Κήπο κρύφτηκε με σεντόνι,
ο Πέτρος έσκυβε να μην τον αναγνωρίζουν) –
εμένα με διέσυραν άγνωστοι, νέοι και γέροι,
ότι τάχα τους πουλούσα κορμί ν’ αγοράζω
μύρο για μένα και τον Κύριο. Το αγόρασα
μα πουλώντας πλεκτά μου σε νομάδες,
ναι, το άπλωσα στ’ άσπιλα πόδια Του,
όπως τώρα απλώνω τα μαλλιά μου χάδι
στα πόδια Του που αιμορροούνστον σταυρό
στου ξύλου τη βάση γερμένη,κλαίω βουβά,
κλείνουν τα μάτια μου, δεν βλέπω στρατιώτες
ή μαύρα νέφη ή τον Ναό – τον ακούω να σκίζεται-
θωρώ με την άκρη του ματιού τα μαλλιά μου μόνο:
ανεβαίνουν και σφουγγίζουν τις πέντε πληγές Του,
και αιθέρια ανέρχονται μαζί Του στα ουράνια
χωρίς φτερούγες, χωρίς αίμα, χωρίς…
Από την Ποιητική Συλλογή ‘ΕΝΤΟΣ, ΕΚΤΟΣ’, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, Αθήνα 2019.
Της γράφει ο ποιητής Ελυάρ στο διαδίκτυο:
«Τα μαλλιά σου μπλέκονται μέσα στα μαλλιά μου,
έχεις σχήμα των χεριών μου, χρώμα των ματιών μου,
ζεις στη σκιά μου. Σου μιλώ χωρίς να έχω κάτι να πω».
Του απαντά αυτή (οι κοριοί καταγράφοντας συγχύζονται):
«Αύρα εσύ στην ακτή μου, είσαι η βροχή μες στη γη σου,
ήλιος και φεγγάρι οι δυο μας αγκαλιά, σαν δίσκος διπλός».
Δύο μέρες τον ανέκριναν (την καρδιά του στ’ αριστερά),
για το δίωρο ερωτικό φλερτ (του φάνηκε σαν δίλεπτο).
«Τι ζητάτε από μας;» αντερωτά. «Φύλαγαν την πόρτα,
η νύχτα γρύλιζε. Σαλιγκάρια χωρίς κέλυφος εμείς
στο σκότος. Τι ζητάτε από μας; Εμείς αγαπιόμαστε».
Από ερωτικές εξομολογήσεις οι ανακριτές δεν…
σκαμπάζουν, μόνο από ανακρίσεις σε κελιά,
από ξεγύμνωμα κωδικών, ασυρμάτους, καλώδια.
Τους απελευθερώνει ο Διευθυντής: ερωτευμένος
κι αυτός, φαντάζεται να φιλά τη δική του μούσα.
Ο καπνός του τσιγάρου του στον αέρα μορφοποιεί
δυο δαχτυλίδια γάμου να χορεύουν – ωραίο αστείο
οι ανακριτές να τα νομίζουν βραχιόλια-χειροπέδες.
Το επάγγελμά μου ηθοποιός, στ’ αλήθεια πολιτικός,
κολλώ με κερί φτερούγες στις πλάτες των θεατών,
στο καμαρίνι βλέπω τηλεόραση, λύνω σταυρόλεξο
αναζητώντας πράσινα άλογα, ανέμους και ύδατα.
Σπουργίτης ραμφίζει το τζάμι μου να δω τις ειδήσεις:
ένα παιδί σπαράζει μπρος στα πτώματα των γονιών,
ξαγρυπνά στον τάφο τους, το σέρνουν μετανάστη μετά,
να, το ξεβράζει η θάλασσα απόδημο σ’ αιώνιο ύπνο.
Στην τσεπούλα του ένα μπλοκάκι όπου έγραψε:
«Θα σας καταγγείλω όλους στον Θεούλη μου».
Στο ένα-οριζοντίως του σταυρόλεξου απαντώ: «Δράμα».
Αδύνατο να παίξω το δράμα τέτοιου παιδιού. Ίσως
αν διατμήσω το δέρμα μου ως το κόκαλο; Ως το μεδούλι;
Το δύο-καθέτως ρωτά: «Μπαίνει σε σφαγείο
μα δεν ματώνει». «Ηλιαχτίδα!» λαλώ,
και κρύβω τα μάτια ν’ αποφύγω τον ήλιο.
Ηθοποιός ! Ποιο ήθος ποιώ; Στέκω, δεν παραστέκω,
το ψέμα ντρέπεται για τα χείλη μου που ψεύδονταν,
η μάσκα μού αφαιρεί απ’ το πρόσωπο τη μάσκα,
με ανακρίνει η αλήθεια πώς δολοφονείται η αλήθεια.
Στο δέκα-καθέτως απαντώ και για μένα: «Υποκριτής».
Η μάσκα βαριά, με κάνει βραδύ και δεν προφταίνω
την Ιστορία που προβαδίζει, με το παιδί στην πλάτη.
Αφή και σιωπή ο ποιητής, παραδίδει
ψυχή αχώρητη στην ασφυξία των μικρών.
Χωρίς μούσες χάνει το χτες, χάνεται το αύριο
γι’ αυτό ο Θεός Αδάμας τού τέμνει τις αλυσίδες,
του στηρίζει τα δάκτυλα να γράφει στο σκότος
λέξεις σμιλεμένες σε πέτρα, να σημαίνουν ζωή,
και πριν το ηφαίστειο της Θήρας χύσει τσουνάμι
στον στεγνό ποταμό της Αιγύπτου, τον διαβαίνει.
Αθάνατο κτήμα ες αεί η ποίηση, αυλαία μυστήρια
τα βλέφαρα της, κρύβουν πίσω την αιωνιότητα.
Φεύγει ο ποιητής, σπάζει τα στρεβλά καλούπια,
βασιλεύει ως ήλιος ρόδινος και ροδίζει τα ρόδα,
δίνει όνειρο απ’ τα νιάτα, μέτρο απ’ τα γηρατειά,
επινοεί τον χρόνο, τον μετρά, και ας απουσιάζει.
Το ποίημα φλέγεται με κούτσουρα, ανεβαίνει αιθάλη,
νέφος στέλνει βροχή να πληθαίνουν τα σπάνια άνθη,
ημίγυμνο το ίδιο πετά μόνο προς τη γυμνή θέα του,
για να ενωθεί με τον αέναο ψίθυρο του Αστερισμού
και να σημάνει ‘Ελευθερία’ επί γης και εν ουρανοίς·
αφή και σιωπή το ποίημα, η ζωή του σε απόσταση•
με κβάντα αιωρείται κι έχει τρόπο να πίνει τον χρόνο.
Απόσπασμα του Δοκιμίου πάνω στο ποίημα του Π.Μηχανικού ‘ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕΣ’
….Στο ποίημα αυτό ο Μηχανικός αναδεικνύει έναν ήρωα που εμπνέει τον κόσμο (και τον ίδιο), που να ζει και μετά τον θάνατό του. Δεν ήταν άλλος τον καιρό εκείνο απ’ τον Νίκο Μπελογιάννη. Δεν τον κατονομάζει στο ποίημα• τον υπονοεί με αλληγορίες ή σύμβολα όπως ‘η κόκκινη γραβάτα’, ‘η ροδιά στον κήπο μας’ (της Ελλάδας), ‘άνθρωπος που είχε κρυμμένο τον εαυτό του χρόνια και χρονιά’, ‘Ούτος ανακρίνεται’ – αφού πέρασε από πολλές ανακρίσεις και από δύο δίκες (τον Οκτώβρη και τον Νοέμβρη του 1951).
Δεν μπορούσε παρά να μιλήσει μόνο υπαινικτικάγια τον ‘αριστερό’ μαχητή. Ωστόσο, ειρωνεύεται τους ανακριτές του ‘δεξιού’ κράτους της Ελλάδας για την παρωδία των ανακρίσεων γράφοντας ‘Ανακριτές με ανύπαρκτη όσφρηση ανακρίνουν τα γιασεμιά.’
Στο α’ μέρος του ποιήματος ο Μηχανικός γράφει: ‘Τη μέρα πού έφυγες / δεν μάραναν τα γιασεμιά-ζωντάνεψαν πιο πολύ΄.Παραβολικά το γιασεμί είναι η Ιδέα της Ελευθερίας Κι αν πεθάνει ο απελευθερωτής, η Ιδέα που υπερασπίστηκε ευωδιάζει περισσότερο. Αν και ο Π.Μηχανικόςδεν αποκαλύπτειτον αγωνιστή, γι’ αυτόν είναιμια μορφή πολύ λαμπρή που φέγγει και δονεί την Κύπρο.‘Η άνοιξη ξεφυσά μέσ’ απ’ το πρόσωπο’ (του) – είναι η ένδον αρετή του – τα δε μάτια του ‘θαδείξουν τον δρόμο στην καλοσύνη’.
Αυτός ο αποκρυμμένος από τον Μηχανικό αγωνιστής που υπηρετείτην Ιδέα – έστω κι αν αυτή η Ιδέα είναι ο κομμουνισμός – είναι ‘Ένα άγαλμα που το σκάλιζε με προσοχή
νύχτα και μέρα, που του φυσούσε ψυχή’, και που ‘στις δυο μετά τα μεσάνυχτα έγινε επικίνδυνο και τρομερό’. Είναι η ώρα των σκοτεινών ανακρίσεων, που ο αγωνιστής γίνεται υπεράνθρωπος. Σε αυτό το σημείο του ποιήματος ο Μηχανικός παίρνει τη θέση του Νίκου Μπελογιάννη, και ανακρίνεται στη θέση του από τους Άγγλους. Τους εξηγεί ο ποιητής πως είναι ‘έναςτόπακας, σαν τα μάρμαρα της Σαλαμίνας, γραμματικός του Απόστολου Βαρνάβα’- ίσως το σεβαστούν οι Άγγλοι. Οι ανακριτές πώς ν’ αντιληφθούν ‘τη ζωγραφιά της ψυχής που μιλεί και δονεί’;Κατά τον ποιητή, είναι η ψυχή του αγωνιστή, ή καλύτερα της ίδιας της Κύπρου, που ‘μυρωμένη, λαμπρή, δονεί ψηλά’.
………………………………………………………………………………………………..
Ο Μηχανικός δεν θρηνεί τον ήρωα-υπόδειγμα για τον θάνατο του. Μόνο τον χαιρετά. Ο ήρωας ‘κρατά το τριαντάφυλλο ψηλά μέχρι το σύνορο του ελεύθερου άνθρωπου, ώσπου να γίνουν οι ψυχές μας πέταλα στο τριαντάφυλλο’, όπως ακριβώςέκανε ο Μπελογιάννης: κράταγε το γαρύφαλλό του ψηλά, λες και τα πέταλά του ήταν οι ψυχές των αγωνιζόμενων Ελλήνων ενάντια στους ιμπεριαλιστές αντικομμουνιστές Άγγλους.
Δημοσιεύθηκε στην ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ, Καλοκαίρι 2019, Τεύχος 341, σελ.35-41.
ΕΥΑ ΜΠΡΑΟΥΝ (προς τον Σωσία του Χίτλερ, τον Αδάλφο):
Ααα ! Τα γαλάζια σου γράμματα, που μου τα έβαζες κρυφά στην παλάμη! Ποια φαντάζεσαι πως είναι η αιτία του έρωτα μου και του πόθου που μου γέννησες; Είδες ποτέ σου πόσο ερεθίζονται τα θηλυκά ζωάκια ή τα πουλάκια όταν τα καταλαμβάνει η επιθυμία να γεννήσουν; Τα κυριεύει ο έρωτας να ενωθούν με το αρσενικό ταίρι τους – όπως εγώ με σένα – να φέρουν στον κόσμο νέες ζωές – όπως εμείς, τις δύο μας κόρες. Μετά η μάνα πασκίζει να τ’ αναθρέψει, να τα προστατεύει με νύχια και δόντια, χτυπιέται με κάθε ζώο γύρω της, φτάνει να εξασφαλίσει τροφή για τα μικρά της. Έτσι νιώθω. Είναι η ερωτική συγκίνηση που οδηγεί τα ζώα. Όπως για τα ζώα, η θνητή Φύση θέλει στο πρόσωπό μας να είναι αιωνία, αθάνατη. Με το να γεννώ με πάθος για τη ζωή, θα ξεπεράσω το φθαρτό μου σώμα γεννώντας νέα! Με τον Αδόλφο δεν το ένιωσα αυτό….. *
* Στον μονόλογο της η Εύα Μπράουν έχει διακειμενικό διάλογο με τη Διοτίμα ( ‘Συμπόσιο’ του Πλάτωνα)
Απόσπασμα από το Θεατρικό έργο του Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδη ‘ΕΓΩ, Ο ΣΩΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ’ (Εκδόσεις ΑΡΧΥΤΑΣ, Αθήνα, 2019)