ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΑΣΟΣ

cache_726x510_Crop_medium_438290_38517_13102017_epex


Ο Τάσος Αριστοτέλους γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1955. Από το 1975 που εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο ίσαμε σήμερα, ασχολείται συστηματικά με διάφορες μορφές της λογοτεχνίας (ποίηση, ποίηση-Χαϊκού, παιδική λογοτεχνία, διήγημα, μελέτες), καθώς και με την κριτική. Η ερευνητική του μελέτη για την Ιστορία της Κυπριακής Σάτιρας, μοναδική στο είδος της στην Κύπρο, θεωρείται πρωτοποριακή προσέγγιση και πολύ σημαντική στη λογοτεχνία και στην προβολή της εικαστικής σάτιρας του τόπου μας. Κέρδισε μεταξύ άλλων το Κρατικό Βραβείο για το βιβλίο του Πλανήτης Γη – μια ανοικτή πληγή σε ποίηση Χαϊκου (2010), Κρατικό Έπαινο για το βιβλίο Τον καιρό των αμαξιών» – διηγήματα (2013). Α΄ Βραβείο Ποίησης από τον Πολιτιστικό Όμιλο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος στο Αγρίνιο (2007 – 2008), δύο φορές Α΄ Βραβείο του Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού Βιβλίου (2010 και 2017). Επίσης, Α΄ Βραβείο Ποίησης για τα 70 χρόνια ζωής και δράσης του κινήματος της ΕΔΟΝ (2014), Β΄ Βραβείο Ποίησης του Δήμου Χορτιάτη στη Θεσσαλονίκη (2009) κ.ά. Τιμήθηκε για την προσφορά του στα Γράμματα και τον Πολιτισμό από τον Δήμο Λεμεσού (2011), τον Παγκύπριο Πολιτιστικό Σύλλογο 2003 κ.ά. Διετέλεσε Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος και Μέλος σε Πολιτιστικά και Αθλητικά Σωματεία.
Ο ποιητής Τάσος Αριστοτέλους είναι ο ιδρυτής και ιδιοκτήτης του λογοτεχνικού περιοδικού ΘΕΜΑΤΑ (έτος ιδρύσεως 2006) – σήμερα κυκλοφόρησε το 33ο τεύχος. Είναι επίσης, εκδότης από το 2005. Διετέλεσε Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού: «ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ» (έτος ίδρυσης 2003). Σήμερα είναι ενεργό μέλος του Δ.Σ. Κατά καιρούς εκπροσώπησε την εν λόγω Εταιρεία ως μέλος του Δ.Σ. του Συντονιστικού Πολιτιστικών φορέων Λεμεσού. Υπήρξε ιδρυτικό Μέλος της Πνευματικής Συντροφιάς και κατά καιρούς Πρόεδρος.

Δείγματα Γραφής

Έπρεπε τα ποιήματά σου
να βρίσκονται στα σχολικά βιβλία,
στα πανεπιστήμια.
Αλλά ποιος είμαι εγώ που το λέει αυτό;
Ένας οραματιστής είμαι,
που το μόνο που καταφέρνει
είναι να κόβει τετράγωνες γάζες
τα ποιήματά σου
και να τα βάζει στις πληγές του!

Έρκετουν ούλλον πετακτή, σαν τ’ αγρινόν ελάφιν,
τζιαι το μαλλίν της πετατόν στους νώμους της γρουσάφιν.
Ούλλην την στράταν του χωρκού έμεινα τζιαι θωρώ την,
να πκιάσω την ανάσαν της, να ρέξει καρτερώ την.

Εκόπησαν τα ήπατα, εχάθην η οπνά μου,
’εν είδα τέθκοιαν ομορκιάν ούτε στα στερινά μου.
Ακόμα αθθυμούμαι την, έχω την μες στον νουν μου,
το φως μες στα σκοτάδκια μου, φεγγάριν τ’ ουρανού μου.

Εκόντεψεν μου ’νακκουρίν τζι’ εχάρην η καρκιά μου,
μα, πριν χαρεί, επόλλυνεν στα στήθκια η φωθκιά μου.
Άλλαξεν δρόμον τζιαι στρατίν, τζιαι ’πόμακρα θωρώ την,
τα γρόνια επεράσασιν τζι’ ακόμα καρτερώ την!