H Αναστασία Ξενοφώντος Γαϊτάνου κατάγεται από την Αραδίππου της Κύπρου. Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης. Eδώ και 28 χρόνια εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη δημοτική εκπαίδευση της Κύπρου.
Με τη συγγραφή ασχολείται τα τελευταία 19 χρόνια. Είναι λάτρης του βιβλίου μα και του θεάτρου. Είναι μέλος της θεατρικής ομάδας της Κορίνας Κονταξάκη. Εδώ και τέσσερα χρόνια είναι συντονίστρια της λέσχης βιβλίου ενηλίκων του δήμου της. Συμμετέχει σε διάφορες εκδηλώσεις φιλαναγνωσίας που οργανώνουν διάφορα σχολεία μα και οργανωμένα σύνολα
του τόπου της.
Εργογραφία
- «Η ομάδα των 5 εναντίον Μαύρου Σίφουνα» (2009), παιδικό μυθιστόρημα για παιδιά άνω των 9 χρόνων, εκδόσεις Επιφανίου
- «Το Αουτσάιντερ» (2015), εφηβικό μυθιστόρημα, εκδόσεις Γαβριηλίδης
- «Η ζωή αλλιώς» (2020), μυθιστόρημα για ενήλικες, εκδόσεις Ανώνυμο
- «Ο νέος εφιάλτης» (2022), παιδικό μυθιστόρημα για παιδιά άνω των 9 χρόνων,
εκδόσεις Ανώνυμο - Η ιστορία μου «Το ταξίδι μιας ευχής» συμπεριλαμβάνεται στην έντυπη έκδοση του
Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και της Υπηρεσίας Ανάπτυξης Προγραμμάτων που έγινε τον Απρίλη του 2022, στα πλαίσια της δράσης: «Οι συγγραφείς γράφουν και τα παιδιά εικονογραφούν μικρές ιστορίες ελπίδας και δύναμης» που πραγματοποιήθηκε τον καιρό της πανδημίας. - «Φιλία με άρωμα λεβάντας» (2022), εφηβικό μυθιστόρημα, εκδόσεις Πατάκη
Βραβεία – Διακρίσεις
- 2013 Α΄ βραβείο στον διαγωνισμό του Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού Βιβλίου Κύπρου, «Το Αουτσάιντερ»
- 2017 Α΄ έπαινος, Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός «Ασημένια Σελίδα ΙΙΙ 2017», Κατηγορία νουβέλα, «Αόρατες Αλυσίδες»
- 3 ο βραβείο, 37 ος Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός για το έτος 2018 της
Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών ( Π.Ε.Λ ), Κατηγορία νουβέλα, «Το τίμημα της
ελευθερίας» - 2019 Α΄ βραβείο, Διαγωνισμός Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού Βιβλίου Κύπρου, «Φιλία με άρωμα λεβάντας»
- 2020 Α΄ βραβείο, 1ος διαγωνισμός παραμυθιού από το www.Koukidaki.gr, Κατηγορία εφηβικό παραμύθι και Β΄ βραβείο ανάμεσα στα παραμύθια όλων των κατηγοριών, «Η αόρατη αλήθεια»
- 2021 Εύφημος Μνεία, Διαγωνισμός της Γυναικείας Λογοτεχνικής συντροφιάς,
Κατηγορία Διήγημα για νέους 14+, «Ελεύθερη ψυχή»
Ο Τζων τραβούσε με σιγουριά τις γραμμές στην άσπρη κόλλα, βλέποντας στην οθόνη του μυαλού του την εικόνα εκείνης που του πήρε την καρδιά. Την είχε δει χτες, έξω από το κουρείο του κύριου Κωστάκη, και από τότε δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του.
Ξαφνικά έκλεισαν τα φώτα και οι κουρτίνες, σημάδι ότι η καθηγήτρια θα έβαζε κάποιο βίντεο να δουν. Σταμάτησε να σχεδιάζει και σήκωσε το κεφάλι. Η κυρία Παπαϊωάννου έπιασε τη ματιά του και χαμογέλασε.
Στην οθόνη φάνηκε η φιγούρα ενός ψηλού, λεπτού, έφηβου αγοριού να κρατάει μια γαλανόλευκη σημαία και να προχωράει ακολουθούμενος από πλήθος μαθητών. Κάτω από την εικόνα έγραφε: «7 Φεβρουαρίου 1956». Ακριβώς πριν από 66 χρόνια.
Εκείνη τη μέρα μπήκε στη ζωή του ο *Πετράκης Γιάλλουρος ο οποίος έμελλε να αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι του πάνω του.
Η κυρία Παπαϊωάννου απολάμβανε την απόλυτη ησυχία που επικρατούσε στην αίθουσα όσο τα παιδιά παρακολουθούσαν το βίντεο. Το Γ’4 θεωρείτο το πιο δύσκολο τμήμα όλου του σχολείου. Είχε πολλά αστέρια, αυτό όμως που ξεχώριζε ήταν ο Τζων. Ανήκε στην περιβόητη κλίκα του γυμνασίου τους η οποία αποτελούσε το φόβητρο των μαθητών μα κυρίως των καθηγητών.
Γι’ αυτούς τους λόγους είχε αποφασίσει την ιδέα της να την εφαρμόσει σ’ αυτό το συγκεκριμένο τμήμα.
Τελείωσε το βίντεο και άνοιξαν οι κουρτίνες. Το θαμπό φως που κατάφερε να διαπεράσει τα χειμωνιάτικα σύννεφα φώτισε τα πρόσωπα των μαθητών. Ο θαυμασμός τσιτσίριζε στα μάτια τους. «Ήταν δύο χρόνια πιο μεγάλος από εμάς κι όμως…» «Δεν φοβόταν!»
Η καθηγήτριά τους, χαμογελώντας ικανοποιημένη από την αντίδρασή τους, άνοιξε τη σακούλα και έβγαλε από μέσα μια ρούχινη, γκρίζα τσάντα. «Αυτή είναι η σχολική βαλίτσα του Πετράκη Γιάλλουρου», τους είπε. Δεν τους έπεισε. Δεν τους γέμιζε το μάτι για σχολική βαλίτσα. Περισσότερο για τσάντα ταχυδρόμου έμοιαζε. Δεν αμφισβήτησαν τα λόγια της όμως, ειδικά όταν τους εξήγησε ότι της τη δάνεισε η οικογένεια του ήρωα.
«Είναι άδεια αλλά πριν το τέλος του τετραμήνου θα έχει γεμίσει», τους εξήγησε κι αυτοί, όπως ήταν φυσικό, την κοίταξαν απορημένοι. Και οι δεκαέξι μαθητές της τάξης τους θα έπαιρναν τη σχολική βαλίτσα του Πετράκη Γιάλλουρου στο σπίτι τους και όταν θα την επέστρεφαν, μετά από μία εβδομάδα, θα έπρεπε μέσα της να υπάρχει ένα γράμμα. «Ναι, καλά ακούσατε. Θα γράψετε ένα γράμμα που θα απευθύνεται στον Πετράκη Γιάλλουρο».
Η καθηγήτρια σήκωσε το χέρι για να σταματήσει τον βομβαρδισμό των ερωτήσεών τους και συνέχισε. «Στο γράμμα σας προς τον ήρωα μπορείτε να γράψετε για οποιοδήποτε θέμα. Η συμμετοχή σας σ’ αυτή τη δραστηριότητα θα μετρήσει στον τελικό βαθμό του μαθήματος της ιστορίας».
Λίγο πριν κτυπήσει το κουδούνι η σχολική βαλίτσα του ήρωα βρήκε τον πρώτο της φιλοξενούμενο.
Ο Τζων πήρε το σχέδιό του από το θρανίο και βγήκε έξω για να τηρήσει τη συνηθισμένη του ρουτίνα. Να πάρει το φαγητό του από το κυλικείο και μετά να συναντήσει την ΠΑΡΕΑ. Λίγο πριν βγει έξω γύρισε και κοίταξε τη βαλίτσα του Πετράκη Γιάλλουρου που αναπαυόταν θαρρείς πάνω στο θρανίο του. Εκνευρίστηκε που του την έδωσε η καθηγήτρια. Θα της κρατούσε μούτρα μέχρι το τέλος της χρονιάς.
Δεν είχε όρεξη για φαγητό. Πήγε κατευθείαν στο κιόσκι. Ήταν όλοι εκεί. Υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μην μπήκαν καθόλου στις τάξεις τους. Ο πιο μικρός της παρέας άρπαξε την κόλλα του Τζων και την κοίταξε περίεργα. Του έσπαγε τα νεύρα αυτός ο «ψαρούκλας», αλλά συγκρατιόταν αφού ήταν ξάδελφος του Αιμίλιου. «Μας βγήκε και ζωγράφος το τούβλο!» του είπε το «ψάρι» γελώντας χαιρέκακα. Ο Τζων όρμησε καταπάνω του. Δεν πρόλαβε να τον ακουμπήσει. Τον σταμάτησε ο Αιμίλιος, ο οποίος πήρε το σχέδιο με την κόκκινη μισοτελειωμένη μοτοσικλέτα από τον ξάδελφό του και την έδωσε πίσω στον Τζων. «Μην ασχολείστε με βλακείες», τους είπε εκνευρισμένος, «πρέπει να μιλήσουμε». Αυτό μόνο ένα πράγμα σήμαινε. Κάτι σκέφτηκε. Κι όταν ο Αιμίλιος σκεφτόταν, αυτό ισοδυναμούσε με ένα μόνο πράγμα, μπελάδες.
Κατά τις εφτά η ώρα το σκοτάδι είχε ήδη κυκλώσει τα Λεύκαρα. Συναντήθηκαν σ’ ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι έξω από το χωριό το οποίο εκτελούσε εδώ και ένα μήνα χρέη κρυψώνας. Ο Αιμίλιος τους εφοδίασε με ξύλα και πέτρες. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Μην αγχώνεστε, η ανακοίνωση του σχολείου έλεγε ότι η συνεδρίαση θα τελειώσει στις 8:30. Κάντε το σπίτι του καλοκαιρινό».
Το σπίτι του διευθυντή τους βρισκόταν στο ύψωμα του χωριού. Ήταν περιτριγυρισμένο από δέντρα, κάτι που τους εξυπηρετούσε πολύ αφού το απομόνωνε από τα γειτονικά σπίτια. Το «ψάρι» θα έμενε έξω κρατώντας τσίλιες ενώ οι υπόλοιποι θα έμπαιναν μέσα.
Ο Τζων δεν γούσταρε αυτό που πήγαιναν να κάνουν. Δεν υπήρχε όμως περίπτωση να μην συμμετέχει. Ο διευθυντής ήθελε να διώξει τον Αιμίλιο από το σχολείο μετά το τελευταίο του κατόρθωμα. Έπρεπε να πάρει ένα μάθημα που θα το θυμόταν για πολύ καιρό.
Την πρώτη πέτρα την έριξε ο Αιμίλιος. Ακολούθησαν και των υπολοίπων. Το γυαλί του παραθύρου που έβλεπε στο πίσω μέρος του σπιτιού έσπασε και μπήκαν με ευκολία μέσα. Το party ξεκινούσε.
Πέρασαν δεκαπέντε λεπτά και το «ψάρι» είχε τη φαεινή ιδέα να αφήσει το πόστο του, για να λάβει κι εκείνος μέρος στη διασκέδαση. Μόλις τον είδε ο Τζων εκνευρίστηκε. Ετοιμάστηκε να πάει στη θέση του. Δεν πρόλαβε.
Ο ήχος του αυτοκινήτου έφτασε στα αυτιά τους δυνατά και καθαρά. Στην αρχή σάστισαν τόσο πολύ που έμειναν ακίνητοι. 1, 2, 3, 4… 10 δευτερόλεπτα. Άρχισαν να τρέχουν και οι πέντε προς την ίδια κατεύθυνση ψάχνοντας απεγνωσμένα δρόμο διαφυγής. Σπρώχτηκαν, βρίστηκαν. Μόνο ξύλο που δεν έδωσε ο ένας στον άλλον.
Ο Τζων δεν πρόλαβε καν να φτάσει στο παράθυρο. Πάνω στη βιασύνη του σκουντούφλησε σε ένα από τα πολλά αντικείμενα που κείτονταν διαλυμένα στο πάτωμα. Χτύπησε το μέτωπό του σε ένα έπιπλο. Θόλωσαν τα πάντα.
Άνοιξε τα μάτια μισοζαλισμένος ακόμη. Το έντονο φως στο δωμάτιο τον τύφλωσε. Σύντομα το συνήθισε. Δυστυχώς, γιατί κατάλαβε ότι αυτός που βρισκόταν σκυμμένος από πάνω του ήταν ο διευθυντής του. Τα τελευταία απομεινάρια της ζάλης εξαφανίστηκαν. Σηκώθηκε πάνω σαν ελατήριο, του έδωσε μια σπρωξιά και έτρεξε προς το παράθυρο. Δεν σταμάτησε ούτε όταν άκουσε τον γδούπο από την πτώση του διευθυντή του.
Πήγε στην κρυψώνα τους αλλά δεν βρήκε κανέναν. Έβρισε άγρια. Πήρε τον δρόμο για το σπίτι του. Η ζαλάδα χειροτέρεψε. Το κεφάλι του το ένιωθε βαρύ. Η μητέρα του μόλις τον είδε έβγαλε μια δυνατή κραυγή. Απ’ εκείνη τη στιγμή δεν σταμάτησε να του τα ψέλνει. «Πού έμπλεξες πάλι;» «Είσαι ανεπρόκοπος!» «Θα με πεθάνεις εσύ!»
Πήγε να τον βοηθήσει αλλά ο Τζων την έσπρωξε μακριά. «Άσε με!» τη διέταξε και μπήκε στο μπάνιο. Είδε το πρόσωπό του στον καθρέφτη. Είχε τα μαύρα του τα χάλια. Πάνω από το δεξί του μάτι απλωνόταν ένας τεράστιος μώλωπας. Το μάτι του ίσα που άνοιγε.
Η μάνα του μπήκε μέσα πιο ήρεμη με μια παγοκύστη στο χέρι. Την πίεσε στον μώλωπα. Εκείνος δεν έβγαλε ούτε κιχ.
«Τι κάνατε αυτή τη φορά εσύ και οι φίλοι σου, που ο Θεός να τους κάψει».
«Σκάσε! Σου είπα χίλιες φορές να μην τους πιάνεις στο στόμα σου». Μαλάκωσε η μάνα. «Καλά, δεν καταλαβαίνεις ότι σε παρασύρουν. Εσύ είσαι καλό παιδί». «Σκάσε σου είπα. Δεν ξέρεις τίποτα».
«Ξεροκέφαλε! Μακάρι να μην σε γεννούσα». Έβαλε το χέρι της στο στόμα αλλά ήταν ήδη αργά.
Ο Τζων κοκκάλωσε. Κατά καιρούς η μάνα του του έσουρνε διάφορα αλλά πρώτη φορά ξεστόμισε τέτοια λόγια. «Φύγε! Φύγε!» της φώναξε εκτός εαυτού και την έσπρωξε να φύγει.
«Δεν φεύγω από το σπίτι μου. Εσύ να φύγεις, να πας να βρεις αυτό τον αλήτη τον πατέρα σου. Θα κάνετε
καλή παρέα οι δυο σας».
«Αν είχα χρήματα θα πήγαινα στην Αγγλία και θα τον έβρισκα».
«Δεν βρίσκεται στην Αγγλία. Εδώ είναι!»
«Τι εννοείς;»
Η μάνα του μετάνιωσε για την κουβέντα που της ξέφυγε. Δεν μπορούσε να την πάρει πίσω όμως. Δεν την άφησε ήσυχη μέχρι που του είπε όλα όσα γνώριζε.
Ο Τζων κλειδώθηκε στο δωμάτιό του. Αγνόησε τα χτυπήματά της στην πόρτα, τη συγγνώμη, τα κλάματά της. Την απόφασή του την είχε πάρει. Θα πήγαινε να τον βρει. Πήρε το κουτί που φύλαγε τα χρήματά του και έψαξε για μια τσάντα για να το βάλει μέσα. Το βλέμμα του έπεσε στη σχολική βαλίτσα του Πετράκη Γιάλλουρου που βρισκόταν πεταμένη στο κρεβάτι. Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Την πήρε και την πέρασε χιαστί στην πλάτη του. Έριξε μέσα το κουτί με τα χρήματα και το κινητό του. Ετοιμάστηκε να βγει από το παράθυρο. Μια σκέψη τον σταμάτησε. Γύρισε προς το εσωτερικό του δωματίου του, πήρε ένα τετράδιο και ένα στυλό από το γραφείο του, τα έβαλε κι αυτά μέσα στη βαλίτσα και έγινε καπνός.
Έφτασε στο σπίτι του Αιμίλιου. Κατέβηκε από το ποδήλατό του και του έστειλε μήνυμα στο κινητό. Είμαι έξω από το σπίτι σου. Μετά από πέντε λεπτά εμφανίστηκε ο φίλος του. Φρίκαρε όταν είδε το μωλωπισμένο του πρόσωπο. Φρίκαρε πολύ περισσότερο όταν έμαθε τα καθέκαστα. Αμέσως το ύφος του άλλαξε και άρχισε τα μισόλογα. «Εεεε, δεν έπρεπε να έρθεις εδώ… Αν σε δει κάποιος… Ξέρεις, οι γονείς μου… Το σχολείο… Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή… Καλύτερα να μην έρθεις αύριο σχολείο». «Χέσε το σχολείο. Δεν ξαναπατώ το πόδι μου εκεί. Θα πάω να βρω τον πατέρα μου. Θα έρθεις μαζί μου;»
Ο Τζων έφτασε στην κρυψώνα τους. Το κρύο, το σκοτάδι, η μυρωδιά της σκόνης και της ακαθαρσίας έσπασαν το φράγμα της αντοχής του. Άρχισε να κλαίει με παράπονο. Έβρισε τόσο όσο δεν έβρισε ποτέ στη ζωή του. Έβρισε τον καλύτερο του φίλο, τον «αδελφό» του όπως τον αποκαλούσε, που του γύρισε την πλάτη όταν τον χρειάστηκε. Έβρισε τη μάνα του που του κρατούσε μυστικό ότι ο πατέρας του ζούσε μόνο 40 λεπτά μακριά του. Σκυλόβρισε και τον εαυτό του που πήγε μαζί τους, που έσπρωξε τον διευθυντή του, που ήταν αυτός που ήταν.
Αυτό που ξεχώριζε πάνω του, από τότε που ήταν μικρός, ήταν οι αταξίες του. Αεικίνητο μωρό. Η μάνα του δεν τον έκανε κουμάντο. Τον φοβέριζε, τον έδερνε, τον έπιανε με το καλό. Τίποτα εκείνος. Συνέχιζε τα δικά του. Τον μόνο που άκουγε ήταν τον θείο του, τον αδελφό της μάνας του, που του στάθηκε σαν πατέρας. Μα κι αυτός τι να σου κάνει; Δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ για να συντηρήσει τη δική του οικογένεια.
Το γλυκό έδεσε όταν πήγε σχολείο. Με τους αριθμούς τα κουτσοκατάφερνε. Εκεί που τα βρήκε μπαστούνια ήταν τα γράμματα. Σαν κινέζικα του φαίνονταν. Η μάνα του δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ίσα που τελείωσε το δημοτικό σχολείο και η ίδια. Κι ο μπαμπάς του; Για τον Τζων ήταν ο Εγγλέζος που τους εγκατάλειψε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του και ζούσε στην Αγγλία. Όταν ήταν μικρός τον αποζητούσε, αλλά μόνο μέσα του. Δεν έλεγε τίποτα και σε κανέναν, αφού και μόνο να αναφερόταν το όνομά του πατέρα του, η μάνα του χλόμιαζε. Έφηβος πια του ήταν αδιάφορο αν υπήρχε ή όχι. Έτσι κι αλλιώς εκείνος είχε την ΠΑΡΕΑ του. Τι να κάνει έναν πατέρα που ποτέ δεν γνώρισε; Άσε που μπορεί να του κολλούσε σαν τσιμπούρι, όπως έκαναν οι πατεράδες των φίλων του. Καλύτερα μόνος του. Να κάνει ό, τι γουστάρει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν.
Τώρα όμως τα πράγματα ήταν αλλιώς. Ο θείος του είχε δει τυχαία τον πατέρα του πριν ένα χρόνο σε ένα γκαράζ αυτοκινήτων στη Λάρνακα. Δούλευε εκεί. Η αποκάλυψη τον ταρακούνησε. Κι αν ο πατέρας του αγαπούσε τις μηχανές όπως αυτόν; Αν ο πατέρας του ήταν καλός; Αν ο πατέρας του τον άφηνε να δουλεύει στο γκαράζ και δεχόταν να ζήσει μαζί του;
Ο Τζων ήταν αφοσιωμένος σε δύο πράγματα. Στην ΠΑΡΕΑ και στις μηχανές. Το μακρινό του όνειρο ήταν μια μέρα να ανοίξει το δικό του γκαράζ. Το πιο κοντινό του; Να αγοράσει τη δική του μοτοσικλέτα. Κάθισε σε μια από τις καρέκλες που είχαν κουβαλήσει από τα σπίτια τους και έβγαλε από τη βαλίτσα το κουτί με τα χρήματα που φύλαγε τα καλοκαίρια όταν δούλευε με τον θείο του. Τα μέτρησε. 500 ευρώ. Έτσι όπως πήγαινε θα του έπαιρνε μια αιωνιότητα να μαζέψει τα χρήματα που χρειαζόταν για να αγοράσει τη μοτοσικλέτα των ονείρων του. Προχθές είχε δώσει στη μάνα του λεφτά για να αγοράσει καινούριο πλυντήριο. Τη λυπήθηκε όταν την είδε να πλένει τα ρούχα στο χέρι. Πριν ένα μήνα είχε δώσει στον Αιμίλιο εκατό ευρώ για να αγοράσει ένα παντελόνι που γούσταρε πολύ. Βλέπεις θα συναντούσε το νέο του αμόρε και ήθελε να κάνει εντύπωση. Το αμόρε δεν του έκατσε αλλά το παντελόνι του έμεινε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που του έδινε χρήματα. Δεν μπορούσε να του αρνηθεί κι ας γνώριζε ότι η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του ήταν πολύ καλή. «Σε εκμεταλλεύεται», του έλεγε και του ξαναέλεγε η μάνα του. Κατά βάθος το γνώριζε αλλά δεν τον ενοχλούσε. Χαιρόταν να τον ευχαριστεί. Ήταν ο κολλητός του, ο «αδελφός» του. Ήταν…
Σκούπισε νευριασμένος τα μάτια του σαν να διέταζε τα δάκρυα να σταματήσουν. «Τέρμα πια οι κλάψες», φώναξε δυνατά για να τον ακούσει ο εαυτός του. Όλα αυτά θα τα άφηνε πίσω. Θα έκανε μια νέα αρχή. Θα έβρισκε τον πατέρα του και θα ζούσε μαζί του. Κι αν δεν με θέλει; Ανασήκωσε τους ώμους σ’ αυτή την σκέψη. Συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια. Δεν θα τον παρακαλούσε κιόλας. Σίγουρα όμως δεν θα επέστρεφε στο χωριό. Τα λεφτά που κρατούσε θα τον συντηρούσαν για λίγο. Θα έψαχνε για δουλειά. Κάτι θα έβρισκε. Η Λάρνακα ήταν μεγάλη πόλη. Μετά… μετά θα αγόραζε τη δική του μοτοσικλέτα και θα άνοιγε το δικό του γκαράζ.
Κοίταξε το σκοτάδι γύρω του. Ήταν τόσο πυκνό που ένιωσε να τον διαπερνά. Ρίγησε. Δεν ήταν από το κρύο ούτε από τον πόνο του μώλωπα στο μέτωπό του. Από φόβο ήταν. Ένιωθε τόσο μόνος. Και η μοναξιά αυτή ήταν άγρια. Ρουφούσε κάθε ίχνος κουράγιου που είχε μέσα του.
Έσφιξε τα χέρια του. Η αίσθηση της ρούχινης βαλίτσας πάνω στο δέρμα του τον έκανε να σαστίσει. Αμέσως ήρθαν στο μυαλό του τα λόγια της καθηγήτριάς του. «Ο Πετράκης Γιάλλουρος ήταν ένα συνηθισμένο αγόρι όπως εσάς. Είχε γονείς, φίλους, ενδιαφέροντα. Ήταν μόλις δεκαοκτώ χρόνων κι όμως από την πρώτη στιγμή του αγώνα της *Ε.Ο.Κ.Α. εντάχθηκε στην *Α.Ν.Ε. Αψήφησε τον κίνδυνο, γιατί πίστευε σε κάτι ανώτερο, στην ελευθερία».
Ο Πετράκης Γιάλλουρος ήταν ένα συνηθισμένο αγόρι όπως αυτόν. Κι όμως δεν φοβήθηκε. Οργάνωνε διαδηλώσεις, μοίραζε φυλλάδια, έκρυβε οπλισμό. Ένα δεκαοχτάχρονο αγόρι. Τρία μόλις χρόνια πιο μεγάλος από τον ίδιο. Κέρδισε τον θαυμασμό του. Έβγαλε από τη βαλίτσα το τετράδιο, το στυλό και το κινητό του. Του είχε μείνει λίγη μπαταρία. Καλύτερα. Έτσι δεν θα μπορούσε κανείς να επικοινωνήσει μαζί του. Πάτησε τον φακό στο κινητό του, το ακούμπησε πάνω στην κοιλιά του και άρχισε να γράφει.
«Πετράκη
Θέλω να σου πω ότι μου δίνεις πολύ θάρρος. Δεν ξέρω να γράφω όμορφα. Δεν βάζω τόνους. Η ορθογραφία μου είναι χάλια. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα σε πειράξει. Εσύ ξέρεις τι είναι τα σημαντικά πράγματα στη ζωή. Κι εγώ θα κάνω κάτι σημαντικό. Θα πάω να βρω τον μπαμπά μου. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Θα προσπαθήσω. Όπως προσπάθησες κι εσύ…
Έφυγε πριν ξημερώσει. Καβάλησε το ποδήλατό του και λίγο πριν πάρει τον δρόμο που θα τον οδηγούσε προς τη Λάρνακα έβαλε τον σταυρό του. Αν τον έβλεπε η μάνα του θα χαιρόταν. Δεν είχε συγκεκριμένο σχέδιο. Ήθελε μόνο να βγει στον δρόμο και να καλύψει τα 40 χιλιόμετρα που τον χώριζαν από τον πατέρα του όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Το κινητό του πάνω στην καρέκλα ήταν το μόνο αποδεικτικό στοιχείο ότι είχε περάσει τη νύχτα εκεί.
Το σκοτάδι, ο κατηφορικός δρόμος με τις απανωτές στροφές και το μισόκλειστο μάτι του τον έκαναν να πηγαίνει πολύ αργά και προσεκτικά. Του πήρε σαράντα πέντε λεπτά να καλύψει μια δεκαπεντάλεπτη διαδρομή. Το σημαντικό όμως είναι ότι έφτασε στη Σκαρίνου, λίγο πιο κοντά στη Λάρνακα. Είχε παγώσει από το κρύο και το στομάχι του έκανε περίεργους θορύβους υπενθυμίζοντας του ότι είχε να φάει από το μεσημέρι της προηγούμενης μέρας. Αναγκάστηκε να σταματήσει στο πρώτο μαγαζί-περίπτερο που βρήκε ανοικτό, αν και προτιμούσε να το αποφύγει. Κυκλοφορούσε σ’ εκείνα τα μέρη και ήταν πολύ πιθανόν να έπεφτε σε κάποιον γνωστό. Ανέβασε την κουκούλα του μπουφάν του και μπήκε μέσα.
Η ζεστασιά τον ανακούφισε. Έτριψε τα χέρια του. Είχαν ξυλιάσει από το κρύο. Ο ιδιοκτήτης τον κοίταζε περίεργα. Ένιωθε τα μάτια του να τον καρφώνουν. Προσπάθησε να τον πιάσει κουβέντα αλλά οι μονολεκτικές του απαντήσεις του έκοψαν τη φόρα. Πήρε ό, τι βρήκε μπροστά του, πλήρωσε και βγήκε έξω.
Οδήγησε το ποδήλατό του στο πίσω μέρος του μαγαζιού και κάθισε στο πεζούλι. Κατέβασε την κουκούλα και άγγιξε τον μώλωπα. Ο πόνος ήταν έντονος. Ήξερε από μώλωπες. Ήθελε τις μέρες του. Πήρε το τοστ και ξεκίνησε να το τρώει με βουλιμία. Ήταν το καλύτερο τοστ που είχε γευτεί ποτέ. Έτρωγε και έβλεπε τη γέννηση της νέας μέρας. Ένιωσε μια πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας. Κοίταξε τη ρούχινη βαλίτσα και χαμογέλασε.
Του χάλασε τη στιγμή ένα αγροτικό που πάρκαρε λίγα μέτρα μακριά του. Ο οδηγός του κατέβηκε, τον καλημέρισε και εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του μαγαζιού. Σε λίγο βγήκε έξω με ένα πακέτο τσιγάρα και ακούμπησε στο αυτοκίνητό του. Άναψε τσιγάρο παίρνοντας μια βαθιά ρουφηξιά. Ο Τζων άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του για να φύγει.
«Ε, άφησες ένα κουτί πατατάκια», του φώναξε ο άγνωστος τη στιγμή που ανέβαινε στο ποδήλατό του. Ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει. Καβάλησε το ποδήλατό του και έφυγε σαν κυνηγημένος.
Προχώρησε ευθεία. Στο θαμπό φως που απλωνόταν σιγά σιγά είδε την ταμπέλα στην άκρη του δρόμου. Σε διακόσια μέτρα ξεκινούσε ο αυτοκινητόδρομος για Λάρνακα. Επικίνδυνος δρόμος για ποδήλατα. Έπρεπε να βιαστεί τώρα που δεν είχε πολύ κίνηση. Η κούραση και ο πόνος εξαφανίστηκαν.
Έσκυψε μπροστά και άρχισε να κινεί τα πετάλια με δύναμη και ταχύτητα. Το ποδήλατό του υπάκουσε μα όχι για πολύ. Σύντομα κατάλαβε ότι έσκασε το πίσω λάστιχο. Καμιά μυτερή πέτρα πρέπει να έκανε τη ζημιά. Έβριζε και χτυπούσε με μανία το ποδήλατό του. Και τώρα; Κοίταξε τον δρόμο που οδηγούσε προς τα πίσω. Κοίταξε και τον δρόμο που οδηγούσε προς τη Λάρνακα. Τέλος το βλέμμα του έπεσε στη ρούχινη βαλίτσα, στον σιωπηλό μάρτυρα της περιπέτειάς του.
Θα προχωρούσε. Δεν υπήρχε γυρισμός. Άφησε το ποδήλατό του στην άκρη και ξεκίνησε να περπατά. Έκανε το πρώτο βήμα. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο. Μετά το δεύτερο, το τρίτο…
Ο οδηγός του αγροτικού αναγνώρισε αμέσως το ποδήλατο του αγοριού. Λίγα μέτρα πιο κάτω τον είδε.
Ελάττωσε ταχύτητα για να συμβαδίζει μαζί του.
«Πηγαίνω Λάρνακα. Σε βολεύει;»
Ο Τζων σταμάτησε. Έμεινε αναποφάσιστος για λίγα δευτερόλεπτα.
Μετά από δέκα λεπτά το αγροτικό έπαιρνε τον δρόμο προς τη Λάρνακα με το ποδήλατο στο πίσω μέρος του και τον Τζων στη θέση του συνοδηγού.
Ο κύριος Μιχάλης συστήθηκε και τον ρώτησε πού ήθελε να τον κατεβάσει στη Λάρνακα.
«Ξέρεις το γκαράζ αυτοκινήτων του Χατζηματθαίου»;
«Φυσικά και το ξέρω. Σε μισή ώρα θα είμαστε εκεί».
Ο Τζων κούνησε απλά το κεφάλι και κάρφωσε το βλέμμα του μπροστά. Σε μισή ώρα θα έβλεπε τον πατέρα του. Θα βρω το θάρρος να του μιλήσω; Πώς θα αντιδράσει; Τι θα του πω; Αν με διώξει; Τι πάω να κάνω; Σκατά θα τα κάνω. Καλύτερα να πάω πίσω.
Ζεσταινόταν. Τράβηξε την κουκούλα του και κατέβασε το παράθυρο. Ανάπνευσε άπληστα. Ο κύριος Μιχάλης του έριχνε λοξές ματιές. Ξαφνικά έσκυψε προς το μέρος του. Ο Τζων τραβήχτηκε απότομα σφίγγοντας πάνω του τη βαλίτσα με δύναμη. Μόλις είδε την κίνησή του ο κύριος Μιχάλης σταμάτησε και επέστρεψε στη θέση του. «Στο ντουλαπάκι υπάρχει μια κρέμα που θα καλμάρει τον πόνο», του είπε.
Ο Τζων πήρε την κρέμα και άλειψε με προσοχή τον μώλωπα. «Ευχαριστώ». Οι αμφιβολίες του μαλάκωσαν όπως μαλάκωσε και ο πόνος. Σε λίγα λεπτά έγειρε το κεφάλι και αποκοιμήθηκε.
Ο κύριος Μιχάλης τον κοίταξε με προσοχή. Ταλαιπωρημένο παιδί μα όχι κακό. Κάτι ήξερε κι αυτός από παιδιά. Τέσσερα μεγάλωσε και μάλιστα τα δύσκολα χρόνια της εφηβείας τα πέρασε μόνος του. Τον βασάνισαν αλλά δόξα τω Θεώ βρήκαν όλα τον δρόμο τους.
Να δούμε ποια ιστορία κουβαλάει στους ώμους του! σκέφτηκε.
Ένιωσε ένα ελαφρό σκούντημα στον ώμο. Άνοιξε με κόπο τα μάτια του. Κοίταξε γύρω του αποπροσανατολισμένος. «Φτάσαμε!» του είπε εύθυμα ο κύριος Μιχάλης. Σαν κρύο νερό έδρασαν πάνω του τα λόγια του. Ξαστέρωσε το μυαλό του. «Αυτό είναι το γκαράζ που ψάχνεις» του είπε ο κύριος Μιχάλης και του έδειξε απέναντι το κλειστό γκαράζ.
Ήρθε η στιγμή που τόσο επιθυμούσε. Μα γιατί δεν ήταν χαρούμενος; Έτρεμε! Γράπωσε τη βαλίτσα σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου αλλά δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό. Το σώμα του ήταν βιδωμένοθαρρείς πάνω στο κάθισμα. Τα λεπτά κυλούσαν σε μια άβολη σιωπή.
«Θέλεις να περιμένουμε μέχρι να ανοίξει;» τον ρώτησε διστακτικά ο κύριος Μιχάλης. «Ε… να μην σε καθυστερώ». «Παιδί μου είμαι συνταξιούχος. Από χρόνο άλλο τίποτα. Ένα καλό του να γερνάς». «Ευχαριστώ». Πολύ το χάρηκε αυτό το δεύτερο ευχαριστώ ο κύριος Μιχάλης όπως και την έγνοια του να μη του γίνει βάρος. Είχε δίκιο τελικά. Το αγόρι είχε καλή καρδιά.
Ο κύριος Μιχάλης πήρε μια σακούλα πίσω από το κάθισμά του. Την άνοιξε και έβγαλε από μέσα το κουτί με τα πατατάκια. Του το έδωσε. Άστραψαν τα μάτια του Τζων. Το άνοιξε βιαστικά. Ετοιμάστηκε να ορμήσει καταπάνω τους αλλά δίστασε. Κοίταξε πρώτα τα πατατάκια και μετά τη βαλίτσα που βρισκόταν στα πόδια του. «Δώσε μου την μέχρι να φας τα πατατάκια σου. Είναι κρίμα να τη λερώσεις». Ο Τζων του την έδωσε με προσοχή. Και πάλι έμεινε διστακτικός. Στο τέλος έτεινε το κουτί τα πατατάκια προς το μέρος του κύριου Μιχάλη. Εκείνος αρνήθηκε περίλυπος δείχνοντας τη φουσκωμένη του κοιλίτσα. «Ένα κακό του να γερνάς…» του εξήγησε και ο Τζων έσκασε το πρώτο γελάκι.
Ο Τζων καταβρόχθισε τα πατατάκια σε χρόνο ρεκόρ. Πήρε το χαρτομάντηλο που του έδωσε ο κύριος Μιχάλης, καθάρισε τα χέρια του και πήρε τη βαλίτσα του.
«Να σου κάνω μια ερώτηση;»
Ο Τζων σήκωσε αδιάφορα τους ώμους.
«Η βαλίτσα είναι δική σου;»
«Γιατί ρωτάς;»
«Ε, να, δεν μοιάζει με αυτές που κουβαλάτε μαζί σας οι νέοι. Μου θυμίζει τη βαλίτσα που είχα όταν ήμουν μαθητής».
Τότε ο Τζων του μίλησε για την καθηγήτριά του, για την εργασία που τους έβαλε και τέλος για τον Πετράκη Γιάλλουρο. Τα μάτια του σπινθηροβολούσαν από τον ενθουσιασμό. Ο κύριος Μιχάλης ούτε που προσπάθησε να σταματήσει τα δάκρυά του. Ο Τζων τα έχασε. Του κόπηκε η μιλιά και έμεινε σαστισμένος να τον κοιτά.
Δεν σκούπισε τα δάκρυά του ο κύριος Μιχάλης. Γιατί άλλωστε; Ήταν δάκρυα μνήμης και τιμής για όλους όσους αγωνίστηκαν τότε. Για τον παππού και τον μπαμπά του που βασανίστηκαν στα χέρια των Άγγλων, για το παιδί Μιχάλη που έζησε μια από τις μεγαλύτερες στιγμές της ιστορίας του τόπου τους.
Μετά ήταν η σειρά του κύριου Μιχάλη να μιλήσει. Κι εκεί, στην καμπίνα ενός αγροτικού αυτοκινήτου, τα λόγια του έγιναν το μαγικό χαλί το οποίο μετέφερε τον Τζων σε εκείνη την εποχή. Εισέπνευσε τον αέρα που μύριζε μπαρούτι, γεύτηκε τη στυφή γεύση της σκλαβιάς, αισθάνθηκε τον φόβο, δροσίστηκε από το θάρρος των αγωνιστών.
Τα δάκρυα δεν έτρεχαν πια στα μάγουλα του κύριου Μιχάλη. Το χαλί προσγείωσε τον Τζων στο τώρα. Είδε με φρίκη τη μάνα και τον θείο του να περιμένουν έξω από το κλειστό γκαράζ. Γλίστρησε στο κάθισμά του.
«Ντροπής πράγματα», του είπε μόνο ο κύριος Μιχάλης και του έδειξε τη βαλίτσα.
Είχε δίκιο. Πέρασε τη βαλίτσα γύρω από τον λαιμό του, πήρε μια βαθιά ανάσα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
Η κυρία Παπαϊωάννου μπήκε στη βιβλιοθήκη και πήγε κατευθείαν στη συνηθισμένη της θέση. Ακούμπησε στο θρανίο τα τετράδια και τα φυλλάδια που έπρεπε να διορθώσει και από πάνω τους έβαλε τη ρούχινη βαλίτσα του Πετράκη Γιάλλουρου. Κανονικά θα έπρεπε να καταπιαστεί με το διόρθωμα. Δεν μπορούσε, όχι όταν είχε μπροστά της τη βαλίτσα.
Την άνοιξε και κοίταξε με αγωνία στο εσωτερικό της. Κι όμως ήταν εκεί. Τον έβγαλε έξω. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το όνομα στον άσπρο φάκελο. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ο Τζων όχι μόνο επέστρεψε τη βαλίτσα την καθορισμένη μέρα αλλά έγραψε και το γράμμα. Με τρεμάμενο χέρι έβγαλε από μέσα την κόλλα και ξεκίνησε να διαβάζει.
Πετράκη
Θέλω να σου πω ότι μου δίνεις πολύ θάρρος. Δεν ξέρω να γράφω όμορφα. Δεν βάζω τόνους. Η ορθογραφία μου είναι χάλια. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα σε πειράξει. Εσύ ξέρεις τι είναι τα σημαντικά πράγματα στη ζωή. Κι εγώ θα κάνω κάτι σημαντικό. Θα πάω να βρω τον μπαμπά μου. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Θα προσπαθήσω. Όπως προσπάθησες κι εσύ.
Σε ευχαριστώ. Μου έδειξες τι σημαίνει να είσαι ελεύθερος.
Ελεύθερος ήταν και ο μπαμπάς μου να φύγει από κοντά μας.
Ελεύθερος είναι και τώρα να διαλέξει την παλιά του ζωή ή μια καινούρια κοντά μας.
Ελεύθερη ήταν και η μάνα μου να ρίξει το παιδί που ήρθε τυχαία στα δεκαεφτά της χρόνια. Με κράτησε όμως στην κοιλιά της. Με μεγάλωσε. Στάθηκε δίπλα μου.
Ελεύθερος ήταν και ο Αιμίλιος να έρθει μαζί μου. Δεν το έκανε.
Ελεύθερος ήταν και ο κύριος Μιχάλης να μου συμπεριφερθεί με ευγένεια.
Ελεύθερος είμαι κι εγώ να διαλέξω τη ζωή που θέλω να έχω.
Δεν είναι εύκολο να είσαι ελεύθερος. Ξέρεις εσύ. Είναι δύσκολο να λες ΟΧΙ στον φόβο. Να λες ΟΧΙ στις συνήθειές σου.
Έμαθα πόσο δύσκολα ήταν τα χρόνια εκείνα στην Κύπρο μας. Σκλαβιά. Να μην μπορείς να κάνεις αυτό που θέλεις. Εσύ όμως διάλεξες να αγωνιστείς. Η ψυχή σου βλέπεις ήταν ελεύθερη.
Τελικά αυτό μετρά. Να είσαι ελεύθερος μέσα σου.
Ξέρεις, Πετράκη, δεν μας έμαθε κανείς πώς να είμαστε ελεύθεροι μέσα μας. Για να καταλάβεις νομίζουμε ότι η Κύπρος μας είναι ελεύθερη αλλά το μισό της κομμάτι δεν μας ανήκει. Σκατά ελευθερία.
Ευτυχώς Πετράκη που έχουμε εσάς. Να μας θυμίζετε τι μπορούμε να πετύχουμε. Είστε το καλύτερο παράδειγμα.
Ήταν τιμή μου να σε γνωρίσω.
Τζων
Έκλαιγε η κυρία Παπαϊωάννου. Από χαρά, από περηφάνια, από ελπίδα. Να, γιατί έγινε εκπαιδευτικός. Για κάτι τέτοιες στιγμές όπου το μάθημα συναντά τη ζωή. Πήρε το κόκκινο στυλό της και έγραψε στο κάτω μέρος του γράμματος:
Τζων σε ευχαριστούμε για το μάθημα. Είσαι ελεύθερος. Η ζωή σε περιμένει. Άνοιξε τα φτερά σου.
……………………………………………………….
*Πετράκης Γιάλλουρος: Πεσών κατά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-59. Γεννήθηκε στο Ριζοκάρπασο το 1938 και σκοτώθηκε στην Αμμόχωστο από Άγγλους στρατιώτες στις 7 Φεβρουαρίου 1956. Ήταν 18 χρόνων, μαθητής της έκτης τάξης του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου. Ήταν ο πρώτος μαθητής που το αίμα του πότισε τη γη της ελληνικής Κύπρου.
* Ε.Ο.Κ.Α: Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών
*Α.Ν.Ε.: Άλκυμος Νεολαία Ε.Ο.Κ.Α. Παγκύπρια μυστική οργάνωση νεολαίας της Ε.Ο.Κ.Α.
Πηγή: Γιάλλουρος Πετράκης (polignosi.com)