
Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε Νομικά και Φιλολογία. Εργάστηκε στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης: Τα άλογα του Μυροβλήτου, Αθήνα, 1974˙ Ηγησώ, Κείμενα, 1979˙ Χώμα, Κέδρος, 1985˙ Η προσευχή του αναιδούς, Καστανιώτης, 1991˙ Το κυπαρίσσι των εργατικών, Καστανιώτης, 1995˙ Φορτίο, Καστανιώτης, 1997˙ Προς τα κάτω, Νεφέλη, 1999˙ Ελάχιστα πριν, Νεφέλη 2005˙ Λιμός, Νεφέλη 2007˙ Πώς Αυτοκτονούν οι Ασσύριοι, Πατάκης 2010˙ Ο τρόμος ως απλή μηχανή, Πατάκης 2012˙ Το ελάχιστο Ψωμί της Συνείδησης, Μελάνι 2014˙ Παράκτιος οικισμός, Μελάνι, 2017˙ Είκοσι τέσσερις χτύποι και μια σιωπή, Μελάνι, 2019.
Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, έχουν δημοσιευτεί σε ξένα περιοδικά λογοτεχνίας και έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες.
Έχει τιμηθεί με τις εξής διακρίσεις για το ποιητικό της έργο:
Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2008, για το βιβλίο Λιμός (εκδ. Νεφέλη, 2007).
Βραβείο Ποίησης του λογοτεχνικού ηλεκτρονικού περιοδικού Αναγνώστης για το βιβλίο Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης.
Βραβείο “Ζαν Μορεάς” 2017 του Γραφείου Ποιήσεως για το βιβλίο Παράκτιος οικισμός.
ΕΞΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ, ΑΘΗΝΑ, ΜΕΛΑΝΙ 2019.
Πάλεψα, πάλεψα να την σηκώσω
Αυτήν την νύχτα, πεσμένη κατάχαμα.
Την έσυρα από τις μασχάλες, της έπλυνα
Το πρόσωπο με τα ίδια μου τα χέρια.
Ώσπου άρχισε πάλι το χαμόγελό της να πλανιέται
Στη θλίψη, στη βιασύνη, στα χρήματα
Όπως ένα πουλί πετάει ανάμεσα
Σε πέτρινους σταυρούς νεκροταφείου.
Σήκω, καλή μου, σήκω, σκοτεινή μου!
Όρθια δες των εγκοσμίων το θέαμα:
Σπίτια που τα χαστούκισε η φλόγα.
Από ψηλά το ρολόι της Μητρόπολης
Κοιτάζει σαν μάτι με γλαύκωμα
Τ’ απομεινάρια της ρυμοτομίας.
Και μες στ’ αποκαΐδια ψάχνουνε
Οι υπουργοί τα βραβεία τους.
Να ορθώσεις μέτωπο και ανάστημα
Σαν βασιλιάς που τον θρυμμάτισε η μοίρα του.
Ό,τι αγαπήθηκε ν’ αγαπιέται για πάντα.
Όπως εκείνες οι ριπές χελιδονιών
Που διατρυπούν την ουράνια πλάκα
Προς τ’ ανοιγμένα στόματα των μικρών τους
Και μες στο πρωινό αντιφέγγισμα
Στήνουν θρηνητικό πανηγύρι.
Έφτασα νύχτα στην καμένη πόλη
Μ’ άλλους πολλούς που ακολουθούσαν το σήμα της:
Μια τρίλια διαπεραστικής κραυγής,
Σαν τραύλισμα σακατεμένου σκύλου.
Στους δρόμους βούιζε ανειρήνευτο πλιάτσικο.
Μιλιούνια τρέχανε στα χαλάσματα που κάπνιζαν.
Λεηλατήθηκαν ναοί και υπουργεία.
Λάφυρο ως και του Πρωθυπουργού
Οι λινομέταξες παντόφλες.
Γάτοι με τις ουρές αναμμένες
Χώνονταν έξαλλοι στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Φυτίλια οι τόμοι της Παλιγγενεσίας μας.
Ως και το Θέατρο καιγόταν ακόμη.
Ωστόσο απ’ τα παράθυρά του κυμάτιζε
Με μια γιγάντια χειρονομία ένα ποτάμι.
Εκεί πετούσαν απ’ το μαυρισμένο βεστιάριο
Κουστούμια άκαυτα, βαριά βελούδα,
Μεταξωτά σαν τα φτερά των αγγέλων.
Και τα γοβάκια, οι πουέντ, οι κόθορνοι
Χόρευαν με αυστηρή κομψότητα
Κατά τις εντολές αρχαίων στίχων.
Τέλος, με την περούκα του άθιχτη,
Πουδραρισμένος με σοφία, βάδισε
Επάνω στα νερά ο Πρώτος Ρόλος.
Με τα μαλλιά βαριά από χώμα
Κι ένα χαμόγελο χτιστό
Γέρνει το πρόσωπό της πάνω μου,
Να με φιλήσει μια για πάντα.
Είναι η φυσική μου Θλίψη
(Ο θησαυρός του καθενός).
Μα σ’ ένα μάρμαρο γαλάζιο
Αφήνει αυτόν τον ασπασμό.
Εγώ, με κάμποσα άγρια κρίνα
(Ήδη χλωμά απ’ το βίαιο κόψιμο),
Και του πατέρα μου τις φαρδιές πλάτες
Χρόνια απλωμένες καταγής,
Κρεμώ επάνω στα κλαδιά μια κούνια
Πλεγμένη απ’ τ’ άσπρα μου μαλλιά.
Για του παιδιού μου το παιδί και το παιδί του,
Όταν θα τα καλέσει η θάλασσα
Κοπανώντας τις γιγάντιες φούστες της
Στις πόρτες της δικής τους Θλίψης.
Για χάρη τους με τα ζεστά μου χείλη
Σιγοσφυρίζω στο Θεό:
Κύριε, αν και το χαλινάρι Σου
Μου σκίζει το σαγόνι στα δυο,
Στα παιδιά δεν κουνάω το δάχτυλο,
Κουνώ το μυρωδάτο λίκνο.
Κοιμάται η πατρίς πάνω στον χάρτη της
Σαν παχύσαρκη γριά που ξεχειλίζει απ’ το φέρετρο.
Κρεμάει ο νεωκόρος πάνω της
Του φεγγαριού την κερένια μάζα
Κι εκείνο στάζει, στάζει ως τη χάση του
Με τη βελούδινη ματιά του σκλάβου
Που υπηρετεί χωρίς να δίνει συγχώρεση.
Κι αυτό θ’ αποσυρθεί, αφού λιώσει,
Στο πρώτο σκοτάδι της Γένεσης.
Δες πώς φέγγουν σκαρφαλωμένα στη νύχτα
Τα κουφάρια των οικισμών και των θερέτρων.
Κρεμασμένος από τη δοκό του δημαρχείου
Ταλαντεύεται μετρώντας δευτερόλεπτα
Ο αιρετός κοινοτάρχης.
Περιμένουμε να σημάνει χαράματα
Μ’ ένα τίναγμα των λουστρινιών του.
Κι όπως στη μούχλα που γλείφει τους τοίχους
Οι σιλουέτες των αγγέλων εμφανίζονται,
Παρατημένα τα άμφιά τους στα στασίδια
Σαν ν’ αλλάξανε τα φίδια πουκάμισο
Σήπονται αργά κατά τους νόμους της αλήθειας
Όταν κανείς αλήθεια δεν χρειάζεται.
Όταν κάνει η απάτη ακατανόητο
Τον θάνατο ενός υπέρβαρου θεού.
Κοιμάται η πόλη. Κάποιος ρίχνει την κυβέρνηση.
Κάποιος την πιάνει και την βάζει για ύπνο.
Σφουγγαρίζει ο προβολέας το πλατό
Κι αφήνει μεταμεσονύχτια χαμόγελα:
Καμία αναταραχή δεν θα διαρκέσει
Πέρα απ’ τον θάνατο των γεγονότων.
Κοιμάται η πόλη. Κάποιος έδειρε ένα σκύλο.
Κάποιος ρύθμισε μ’ ένα σκαμπίλι τα φανάρια.
Περνάει αστραφτερό και αθόρυβο
Το ίδιο πάντα αυτοκίνητο.
Κάνει αδιάκοπα το γύρο του κόσμου
Σε ακτίνα μιας θηλιάς στο λαιμό.
Κοιμάται η πόλη. Κάποιος έχασε τα ρέστα του.
Κάποιος άφησε το σπίτι νηστικό.
Βρέχει αστρικό αλάτι κι ασβεστώνει
Προϊσταμένη και αδελφές στις εκκλησίες.
Ή βήχει ή κλαίει ένας άγγελος
Που δεν τον πιάνουνε τα αντιβιοτικά.
Σύννεφα μόλις φωτισμένα ανθίζουνε
Με πέταλα – πλοκάμια στον φεγγίτη.
Και γλιστρά από τον ουρανό στα πλακάκια
Ένα διάφανο, φοβισμένο χταπόδι.
Αλλά πού πάει τέτοιο πλάσμα της θάλασσας;
Πού πάει αυτό το ασυγχώρητο λάθος;
Όταν μια πεταλούδα θα είναι πια η ζωή μου
Και η μνήμη της ζωής μου άλλη μία,
Τότε μαζί προσεχτικά θα πεταρίζουνε,
Για να μη δει το τελευταίο ρόδο
Ότι στο σύμπαν έχουν απομείνει
Μονάχα δυο ζευγάρια φτερά.
Όταν το ρόδο θα είναι πια ανυπόταχτο
Και το άρωμα του ρόδου μια απορία,
Τότε εκείνος ο θεούλης ο πάμπτωχος
Πικρά θα κλάψει που δεν μπόρεσε
Να φτιάξει πράγματι για δυο γυμνούς ανθρώπους
Έναν απολέμητο κήπο.
Όταν θα έχουν λησμονηθεί κι απ’ τη μάνα τους
Δυο γυμνοί άνθρωποι ανάμεσα στ’ άστρα,
Τότε θα κλείσει μαρμάρινο σκέπαστρο
Με μιας ολάκερη την κατάπληκτη θάλασσα,
Πώς κλείνει ο άνεμος με πάταγο
Ξεκρέμαστο παραθυρόφυλλο.
Κι όταν του κόσμου όλου η αναίτια ύπαρξη
Θα έχει από τον κρότο τρομάξει,
Τότε θα με καταπραΰνει η αγάπη.
Εκείνη το πέρασμά μου συμπόνεσε,
Τη θεϊκή ανημποριά εκείνη
Τη φιλοξένησε σιωπηλά.